-Το παρόν ιστολόγιο υποστηρίζει και προωθεί την κομμουνιστική ιδεολογία, οι συντάκτες του συμφωνούν με τις θέσεις και την πολιτική ανάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. - Δεν εκφράζονται επίσημα το ΚΚΕ ή άλλες οργανώσεις που συνδέονται σε οποιοδήποτε βαθμό μ' αυτό και ως εκ τούτου το ΚΚΕ (ή οι φίλιες οργανώσεις) δεν φέρει καμμιά ευθύνη για απόψεις που εκφράζονται εδώ.
Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2019
Κυριακή 5 Μαΐου 2019
ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΜΑΗ ΚΑΝΕ ΤΟ ΒΗΜΑ
https://drive.google.com/file/d/1kGLpthNafawY6tsDmQLCCa2aEmmTAnUl/view?usp=sharing
https://drive.google.com/file/d/1IhGgaflECnjNmsT4DxpYUuKi1UsA9oxg/view?usp=sharing
https://drive.google.com/file/d/17g239BLkN2p-drXL2JQC4BzVzDHQ5cQC/view?usp=sharing
https://drive.google.com/file/d/1zNhDVzxV8aX7KZy1uxCLcZv38vVCVOZK/view?usp=sharing
Κυριακή 21 Απριλίου 2019
ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΦΑΣΙΣΜΟΣ*
Αφίσα του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας που κυκλοφόρησε στις εκλογές του 1920, γράφει: «Οι ψηφοφόροι υιοθετούν τη στάση σας! Δικτατορία των τραπεζιτών ή δικτατορία των εργαζομένων;»
- του Ρατζανί Πάλμε Ντουτ
Aπό την προηγούμενη έρευνα για την ιστορική εξέλιξη του φασισμού στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Αυστρία είναι προφανές ότι ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας έχει αποφασιστική σημασία για την εξέλιξη του φασισμού. Η κατανόηση αυτών των δυο στενά συνδεδεμένων φαινομένων της μεταπολεμικής περιόδου, της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού, είναι κρίσιμης σημασίας για τη συνολική κατανόηση της πολιτικής του καπιταλισμού στη μεταπολεμική περίοδο. Ωστόσο υπάρχει αντιπαράθεση γύρω από το όλο ζήτημα και χρειάζεται πολύ προσεκτική περαιτέρω ανάλυση, προκειμένου να κατανοηθεί η πραγματική ουσία του φασισμού και των συνθηκών στις οποίες αναπτύχθηκε. Πρέπει να εξηγηθεί ότι ο όρος «σοσιαλδημοκρατία» χρησιμοποιείται εδώ μονάχα για να συγκαλύψει το μεταπολεμικό φαινόμενο που αφορά τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετά το 1914, τα οποία στη συνέχεια ενώθηκαν για να συγκροτήσουν το 1923 τη μεταπολεμική Δεύτερη Διεθνή ή «Εργατική και Σοσιαλιστική Διεθνή».
Οι τάσεις οπορτουνιστικής και κοινοβουλευτικής διαφθοράς και ενσωμάτωσης από το καπιταλιστικό κράτος ήταν ήδη ισχυρές και αναπτύσσονταν πριν τον πόλεμο καθ’ όλη τη διάρκεια της εποχής του ιμπεριαλισμού, παρόλο που το πρόγραμμα του διεθνούς επαναστατικού μαρξισμού εξακολουθούσε να υπάρχει στα λόγια κι ενώ οι τάσεις αυτές αντιπαλεύονταν όλο και περισσότερο από την επαναστατική πτέρυγα των κομμάτων από τις αρχές του 20ού αιώνα. Ωστόσο μόνο η αποφασιστική δοκιμασία του ιμπεριαλιστικού πολέμου, το 1914, επέφερε την πλήρη ανάπτυξη αυτών των τάσεων και αποκάλυψε ξεκάθαρα ότι τα κόμματα αυτά είχαν περάσει με το μέρος του καπιταλισμού. Το άμεσο πέρασμα, από το 1914, των μεγάλων οργανώσεων του κινήματος της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα των κοινοβουλευτικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών σε όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες σε ανοιχτή ενότητα με τον καπιταλισμό και το καπιταλιστικό κράτος αποτελεί μεγάλο ιστορικό γεγονός. Η περαιτέρω εξέλιξη των κομμάτων αυτών μετά τον πόλεμο, αρχικά έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ήττα της επανάστασης της εργατικής τάξης και στη συνέχεια στην άνοδο του φασισμού.
Ο ρόλος αυτός φαινόταν ήδη έντονα, από την αρχή, στα μικρότερα κράτη όπου εγκαθιδρύθηκαν λευκές δικτατορίες, στην Ουγγαρία, τη Φινλανδία, τη Βουλγαρία κλπ. Ο χαρακτήρας αυτός γινόταν όλο και πιο έκδηλος στο σύνολο της σοσιαλδημοκρατίας την περίοδο της ανοικοδόμησης και της μερικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού, με τη βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας και ιδιαίτερα μετά την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και την καταστροφή της βάσης της καπιταλιστικής ανοικοδόμησης.
Μπορούμε να εντοπίσουμε μια διαδικασία «φασιστικοποίησης» σε διάφορες μορφές και στάδια, καθώς και άμεσης στήριξης του φασισμού. Πολλοί απογοητευμένοι σοσιαλδημοκράτες, ιδιαίτερα μετά το ξεκάθαρο παράδειγμα της Γερμανίας και την επακόλουθη κρίση στη Δεύτερη Διεθνή, αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο το ρόλο που πραγματικά έπαιξε η σοσιαλδημοκρατία στην ανάπτυξη του φασισμού.
Εντούτοις, η ανάλυση των κομμουνιστών για το «σοσιαλφασισμό», ως το όλο και πιο κυρίαρχο χαρακτηριστικό της σοσιαλδημοκρατίας την τελευταία περίοδο, που παράλληλα με το φασισμό αποτελεί τη βάση για τη διατήρηση της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου σήμερα, δημιουργεί συχνά αγανάκτηση και πολλές παρεξηγήσεις. Επομένως είναι ανάγκη να εξετάσουμε πληρέστερα το «δίδυμο» χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού ως βάσεις στήριξης του καπιταλισμού την περίοδο αυτή.
Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ
Θα ήταν πιο χρήσιμο να ξεκινήσουμε την εξέταση αυτού του ερωτήματος, μελετώντας την άποψη του σύγχρονου χρηματιστικού κεφαλαίου για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού. Η άποψη του χρηματιστικού κεφαλαίου εκφράζεται με παραδειγματική σαφήνεια στην «Deutsche Führungsbriefe», στην οποία αναφερθήκαμε ήδη, και στο εμπιστευτικό δελτίο του συνδέσμου γερμανικών βιομηχανιών του κρίσιμου 1932. Η «Führungsbriefe» ή αλλιώς οι «Επιστολές στους Ηγέτες» αποτελούν μια «πολιτικοοικονομική ιδιωτική αλληλογραφία», που αρχικά προοριζόταν για εμπιστευτική διακίνηση στους επικεφαλής του χρηματιστικού κεφαλαίου που ήταν οργανωμένοι στο σύνδεσμο γερμανικής βιομηχανίας. Τα τεύχη 72 και 75 στις 16 και 20 Σεπτέμβρη του 1932 περιείχαν μια μελέτη για «την εκ νέου κοινωνική ενίσχυση του καπιταλισμού», η οποία αποκαλύπτει τους σκοπούς των κυρίαρχων χρηματοοικονομικών ομίλων.
Ο συγγραφέας ξεκινάει από τη βασική άποψη ότι η διατήρηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας εξαρτάται από τη διάσπαση της εργατικής τάξης: Η διάσπαση του εργατικού κινήματος είναι αναγκαία προϋπόθεση για την εκ νέου κοινωνική ενίσχυση της αστικής κυριαρχίας στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. Κάθε ενωμένο εργατικό κίνημα που προέρχεται από τα κάτω θα είναι επαναστατικό και η καπιταλιστική εξουσία δε θα καταφέρει να κρατηθεί για πολύ καιρό, ακόμα κι αν χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη. Αρα ο βασικός κίνδυνος είναι το ενωμένο μέτωπο της εργατικής τάξης. Ούτε καν η στρατιωτική δύναμη δεν μπορεί να επικρατήσει για πολύ ενάντια σε αυτό. Επομένως, ο καπιταλισμός χρειάζεται μια κοινωνική βάση έξω από τις γραμμές του, καθώς και τη διάσπαση της εργατικής τάξης. Στη μεταπολεμική περίοδο αυτό προσφέρθηκε από τη σοσιαλδημοκρατία.
Το πρόβλημα της εδραίωσης του αστικού καθεστώτος στη μεταπολεμική Γερμανία καθορίζεται γενικά από το γεγονός ότι η ηγετική αστική τάξη που ελέγχει την εθνική οικονομία είναι πλέον πολύ μικρή για να διατηρήσει μόνη της την κυριαρχία της. Εάν δε θέλουν να στηριχτούν στο επικίνδυνο όπλο της καθαρής στρατιωτικής δύναμης, χρειάζονται, για την κυριαρχία τους, μια συμμαχία με στρώματα που δεν τους ανήκουν κοινωνικά, αλλά τους παρέχουν την αναντικατάστατη υπηρεσία της εδραίωσης της κυριαρχίας τους πάνω στο λαό, γινόμενα έτσι πραγματικός και τελικός φορέας αυτής της εξουσίας. Την πρώτη περίοδο της μεταπολεμικής εδραίωσης του καπιταλισμού, η σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσε τον τελικό φορέα της αστικής εξουσίας. Μέχρι στιγμής η ανάλυση είναι απλή. Η σοσιαλδημοκρατία παρείχε τη βάση για τη διατήρηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και τη διάσπαση της εργατικής τάξης.
Πώς όμως κατάφερε η σοσιαλδημοκρατία να διασπάσει την εργατική τάξη; Ποια είναι η κοινωνική βάση της σοσιαλδημοκρατίας; Στο σημείο αυτό η ανάλυση του εκπροσώπου του χρηματιστικού κεφαλαίου προσεγγίζει πολύ την ανάλυση του Λένιν για τις αιτίες της διάσπασης της εργατικής τάξης στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Ο συγγραφέας εντοπίζει τη βάση της σοσιαλδημοκρατίας και της διάσπασης της εργατικής τάξης από αυτή στις προνομιακές συνθήκες που στηρίζονται στην κοινωνική νομοθεσία και τις παραχωρήσεις σε ένα ευνοημένο οργανωμένο τμήμα της εργατικής τάξης. Την πρώτη περίοδο ανοικοδόμησης του αστικού μεταπολεμικού καθεστώτος, από το 1923-1924 έως και το 1929-1930, η σοσιαλδημοκρατία εξαργύρωσε το επαναστατικό ξέσπασμα, αποσπώντας κατακτήσεις που αφορούσαν τους μισθούς και την κοινωνική πολιτική. Στις κατακτήσεις αυτές βασίστηκε η διάσπαση της εργατικής τάξης. Χάρη στον κοινωνικό της χαρακτήρα, καθώς καταγόταν από εργατικό κόμμα, η σοσιαλδημοκρατία, εκτός από την καθαρά πολιτική της δύναμη, επιστράτευσε στη διαδικασία ανοικοδόμησης του καπιταλισμού εκείνης της περιόδου κάτι πιο πολύτιμο και διαρκές - την οργανωμένη εργατική τάξη και, παραλύοντας την επαναστατική της ενέργεια, την πρόσδεσε σφικτά στο αστικό κράτος. Είναι αλήθεια ότι και ο σοσιαλισμός του Νοέμβρη ήταν ένα μαζικό ιδεολογικό κίνημα, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, καθώς πίσω του βρισκόταν η δύναμη της οργανωμένης εργατικής τάξης, η κοινωνική δύναμη των συνδικάτων. Ο χείμαρρος αυτός μπορούσε να υποχωρήσει, τα συνδικάτα όμως παρέμειναν και μαζί με αυτά -ή πιο σωστά χάρη σε αυτά- παρέμεινε και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Σε αυτή τη βάση το κύριο σώμα της οργανωμένης εργατικής τάξης «προσδέθηκε σφιχτά στο αστικό κράτος» μέσω της σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικάτων, ενώ ο κομμουνισμός κρατήθηκε απ’ έξω χάρη σε ένα «φράγμα».
Οι κατακτήσεις που αφορούσαν τους μισθούς και την κοινωνική πολιτική λειτούργησαν σαν ένα είδος φράγματος. Μέσω αυτού, σε μια αγορά εργασίας που παρουσίαζε πτώση, το εργαζόμενο και σταθερά οργανωμένο τμήμα της εργατικής τάξης απολάμβανε διαβαθμισμένα -ωστόσο σημαντικά- πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τους ανέργους και τις μεταβαλλόμενες μάζες των χαμηλότερων κατηγοριών και ήταν σχετικά προστατευμένο απέναντι στην επίδραση της ανεργίας και της γενικότερης κρίσιμης κατάστασης στο βιοτικό του επίπεδο. Το πολιτικό σύνορο ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και τον κομμουνισμό εκτείνεται κατά μήκος της κοινωνικής και οικονομικής γραμμής αυτού του φράγματος. Ολες οι προσπάθειες του κομμουνισμού, οι οποίες μέχρι τώρα ήταν μάταιες, κατευθύνονται στη δημιουργία ρήγματος σε αυτή την προστατευμένη περιοχή των συνδικάτων.
Το σύστημα αυτό λειτουργούσε καλά, μέχρι που η παγκόσμια οικονομική κρίση άρχισε να καταστρέφει τη βάση της σταθεροποίησης. Η οικονομική κρίση υποχρέωσε τον καπιταλισμό να εξαλείψει τις «κατακτήσεις» σε μισθούς και κοινωνική πολιτική, υπονομεύοντας έτσι τη βάση της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό όμως αύξησε τον κίνδυνο να στραφούν προς τον κομμουνισμό οι δυνάμεις της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό ήταν αναγκαίο να βρεθεί ένα νέο εργαλείο για τη διάσπαση της εργατικής τάξης: ο εθνικοσοσιαλισμός. Η οικονομική κρίση αναπόφευκτα καταστρέφει αυτές τις κατακτήσεις και η μεταβατική διαδικασία που διανύουμε θέτει έντονα τον κίνδυνο της παύσης της λειτουργίας του μηχανισμού διάσπασης που βασίζεται στις κατακτήσεις αυτές. Ως αποτέλεσμα, η εργατική τάξη θα αρχίσει να στρέφεται στον κομμουνισμό και η αστική εξουσία θα αντιμετωπίσει την ανάγκη εγκαθίδρυσης μιας στρατιωτικής δικτατορίας. Το στάδιο αυτό θα χαρακτηρίσει την αρχή της ανίατης φάσης της αστικής εξουσίας. Καθώς το παλιό φράγμα δεν μπορεί να αποκατασταθεί επαρκώς, το μόνο μέσο για τη διάσωση της αστικής εξουσίας από αυτή την άβυσσο είναι η διάσπαση της εργατικής τάξης και η πρόσδεσή της στον κρατικό μηχανισμό με διαφορετικά, πιο άμεσα μέσα. Εδώ βρίσκονται οι δυνατότητες και τα καθήκοντα του εθνικοσοσιαλισμού.
Ωστόσο, οι νέες συνθήκες σημαίνουν την αλλαγή της μορφής του κράτους. Η πρόσδεση της οργανωμένης εργατικής τάξης στο κράτος μέσω της σοσιαλδημοκρατίας απαιτεί κοινοβουλευτικό μηχανισμό. Αντίστροφα, το φιλελεύθερο κοινοβουλευτικό σύνταγμα μπορεί να γίνει αποδεκτό από το μονοπωλιακό καπιταλισμό μόνο αν η σοσιαλδημοκρατία ελέγχει και διασπά την εργατική τάξη επιτυχώς. Εάν ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να καταστρέψει τη βάση της σοσιαλδημοκρατίας, είναι συνάμα υποχρεωμένος να μετατρέψει το κοινοβουλευτικό σύνταγμα σε μη κοινοβουλευτικό, «περιορισμένο» (δηλαδή, φασιστικό) σύνταγμα. Η πρόσδεση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στη σοσιαλδημοκρατία αρχίζει και τελειώνει με τον κοινοβουλευτισμό. Η δυνατότητα ύπαρξης ενός φιλελεύθερου κοινωνικού συντάγματος του μονοπωλιακού καπιταλισμού καθορίζεται από την ύπαρξη ενός αυτόματου μηχανισμού που διασπά την εργατική τάξη. Ενα αστικό καθεστώς που βασίζεται σε φιλελεύθερο, αστικό σύνταγμα δεν πρέπει να είναι μόνο κοινοβουλευτικό. Πρέπει να βασίζεται στη στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας και να επιτρέπει στη σοσιαλδημοκρατία επαρκείς κατακτήσεις. Το αστικό καθεστώς που καταστρέφει αυτές τις κατακτήσεις πρέπει να θυσιάσει τη σοσιαλδημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, πρέπει να δημιουργήσει ένα υποκατάστατο της σοσιαλδημοκρατίας και να προχωρήσει σε ένα περιορισμένο κοινωνικό σύνταγμα. Σύμφωνα με το συγγραφέα, η λύση του προβλήματος της διατήρησης του καπιταλισμού στην κρίση βρίσκεται στον εθνικοσοσιαλισμό και στην εγκαθίδρυση ενός «περιορισμένου» ή φασιστικού καθεστώτος. Ο συγγραφέας εντοπίζει μια αξιοσημείωτη ομοιότητα ανάμεσα στο ρόλο του εθνικοσοσιαλισμού τη συγκεκριμένη περίοδο και το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας την προηγούμενη περίοδο. Πράγματι, ο παραλληλισμός είναι εντυπωσιακός. Η σοσιαλδημοκρατία τότε (1918-1930) και ο εθνικοσοσιαλισμός αυτής της περιόδου εκτελούν παρόμοιες λειτουργίες, με την έννοια ότι και οι δυο υπήρξαν νεκροθάφτες του προηγούμενου συστήματος και έπειτα, αντί να οδηγήσουν τις μάζες προς την επανάσταση που οι ίδιοι διακήρυσσαν, τις οδήγησαν σε ένα νέο σχηματισμό της αστικής εξουσίας. Από αυτή την άποψη, η σύγκριση που γίνεται συχνά ανάμεσα στον Εμπερτ και το Χίτλερ είναι αιτιολογημένη.
Και οι δυο απευθύνονται στην επιθυμία για αντικαπιταλιστική χειραφέτηση. Και οι δυο υπόσχονται ένα νέο «κοινωνικό» ή «εθνικό» κράτος. Από αυτό προκύπτει το τελικό συμπέρασμα: Ο παραλληλισμός από μόνος του δείχνει ότι ο εθνικοσοσιαλισμός ανέλαβε από τη σοσιαλδημοκρατία το καθήκον να παρέχει μαζική στήριξη στην αστική εξουσία στη Γερμανία. Αυτή είναι η παρουσίαση της ιδιωτικής σκέψης της χρηματιστικής - καπιταλιστικής ολιγαρχίας για το ρόλο των δυο εργαλείων της, της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού. Μέχρι στιγμής αναπτύξαμε την τοποθέτηση αυτή χωρίς να κάνουμε κριτική, καθώς έχει αυτοτελή αξία. Είναι μια έγκυρη δήλωση της πραγματικής άποψης του χρηματιστικού κεφαλαίου, μια και δεν έχει γραφτεί για δημόσια κατανάλωση. Είναι ένα πολύτιμο πολιτικό ντοκουμέντο, το οποίο προτείνεται για μελέτη στους οπαδούς της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η εξαιρετικά ειλικρινής και νηφάλια μαρτυρία της αλήθειας για το φασισμό, όπως παρουσιάζεται από τους χρηματοδότες και χειριστές του, είναι άκρως ορθολογική και πραγματιστική. Δε μοιράζεται τις μυστικιστικές, εθνικιστικές, ρατσιστικές, «συντεχνιακές» και σοβινιστικές ανοησίες, που χρησιμοποιούνται κατά την παρουσίαση του φασισμού για δημόσια κατανάλωση.
Στο σημείο αυτό θα ήταν σημαντικό να επιστρέψουμε στη μελέτη της λεγόμενης «θεωρίας» του φασισμού. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ανάλυση χρειάζεται κριτική σε κάποιες πλευρές της, παρόλο που αποτελεί μια χρήσιμη αφετηρία για συζήτηση του ζητήματος: σοσιαλδημοκρατία και φασισμός. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει σωστά το μηχανισμό της καπιταλιστικής μεταπολεμικής εξουσίας στη βάση της σοσιαλδημοκρατίας. Ομως θεωρεί ότι «ο φασισμός ανέλαβε από τη σοσιαλδημοκρατία το καθήκον να παρέχει μαζική υποστήριξη στην εξουσία της αστικής τάξης». Χτες ήταν η σοσιαλδημοκρατία που έπαιζε αυτό το ρόλο, σήμερα είναι ο φασισμός, ο καθένας έχει την εποχή του. Ετσι, θεωρείται ότι η σοσιαλδημοκρατία και ο φασισμός παίζουν στην ουσία πανομοιότυπο ρόλο, σε διαφορετικές περιόδους και διαφορετικές συνθήκες και επομένως με διαφορετικές μεθόδους και μορφές κρατικού συντάγματος. Ωστόσο, αυτό είναι υπερβολικά απλουστευμένο και δεν είναι σωστό. Και τα δυο συνυπάρχουν. Το καθένα παίζει διακριτό ρόλο και συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Οσον αφορά την κοινωνική του βάση, ο φασισμός βασίζεται κατά κύριο λόγο στα διάφορα μικροαστικά στρώματα, στην αγροτιά, στα ξεπεσμένα στρώματα και τους καθυστερημένους εργάτες. Η σοσιαλδημοκρατία βασίζεται στα ανώτερα στρώματα των βιομηχανικών εργατών. Η αστική τάξη θεμελιώνει την εξουσία της με την υποστήριξη και των δυο, φέρνοντας πότε τη μια και πότε τον άλλο στο προσκήνιο, αξιοποιώντας και τους δυο για τη στήριξή της. Ο φασισμός δε γίνεται ποτέ η κύρια βάση της αστικής τάξης (αν και μπορεί να γίνει το κύριο και μοναδικό της κυβερνητικό εργαλείο, όταν η κρίση απαιτεί τον καταναγκασμό των εργατών και ο έλεγχος της σοσιαλδημοκρατίας κινδυνεύει να αποδυναμωθεί), γιατί δεν κερδίζει ποτέ τον κορμό των εργατών της βιομηχανίας, που έχουν παράδοση στην οργάνωση και αποτελούν τη μόνη δύναμη που μπορεί να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Σε αυτό, ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας εξακολουθεί να είναι αποφασιστικής σημασίας, ακόμη και μετά την εγκαθίδρυση φασιστικής δικτατορίας. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα σε χώρες όπως η Πολωνία, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Ισπανία υπό τον Ντε Ριβέρα κλπ., όπου η σοσιαλδημοκρατία είναι ανεκτή στο πλαίσιο της φασιστικής δικτατορίας. Ισχύει όμως και σε χώρες με πλήρη φασιστική δικτατορία, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, όπου η σοσιαλδημοκρατία καταστέλλεται τυπικά ως οργάνωση και τα συνδικάτα αφομοιώνονται από το φασιστικό μέτωπο. Μόνο όσο κυριαρχεί η σοσιαλδημοκρατική επιρροή, ιδεολογία και παράδοση στους βιομηχανικούς εργάτες, αποδιοργανώνοντας την επαναστατική πάλη, αποτρέποντας το ενωμένο μέτωπο και το μαζικό αγώνα, θα μπορεί να διατηρείται η κυριαρχία του καπιταλισμού, ακόμα και στη φασιστική του μορφή. Αν σε αυτές τις χώρες αποδυναμωθεί η φασιστική δικτατορία, η σοσιαλδημοκρατία είναι έτοιμη να σπεύσει να σώσει τον καπιταλισμό. Είναι εξίσου σημαντικό να κατανοηθούν οι διαφορές ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και στο φασισμό όσο και η ομοιότητά τους. Και οι δυο είναι όργανα της κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Και οι δυο πολεμούν ενάντια στην επανάσταση της εργατικής τάξης. Και οι δυο αποδυναμώνουν και διασπούν τις ταξικές οργανώσεις των εργατών. Οι μέθοδοί τους όμως διαφέρουν1. Ο φασισμός συνθλίβει τις ταξικές οργανώσεις των εργατών από τα έξω, εναντιώνεται στη βάση τους συνολικά και προωθεί μια εναλλακτική «εθνική» ιδεολογία. Η σοσιαλδημοκρατία υπονομεύει τις ταξικές οργανώσεις των εργατών από τα μέσα, οικοδομεί στη βάση του προηγούμενου ανεξάρτητου κινήματος και της «μαρξιστικής» ιδεολογίας, διατηρεί την πειθαρχία και τις παραδόσεις των εργατών, προκειμένου να υλοποιήσει πιο αποτελεσματικά την πολιτική του κεφαλαίου και να συντρίψει την αγωνιστική πάλη.
Αντίστοιχα για την πλήρη υλοποίηση του φασισμού χρειάζεται «ολοκληρωτικό», τρομοκρατικό, ταξικό κράτος. Η σοσιαλδημοκρατία ελέγχει τους εργάτες πιο εύκολα και επιτυχημένα σε ένα φιλελεύθερο κοινοβουλευτικό, ταξικό κράτος, αξιοποιώντας τις δικές της «εσωτερικές» μεθόδους πειθαρχίας και περιστασιακού κρατικού καταναγκασμού για την καταστολή κάθε αγωνιστικής πάλης. Ο φασισμός λειτουργεί κατά κύριο λόγο με τον εξαναγκασμό και την παραπλάνηση. Η σοσιαλδημοκρατία λειτουργεί πρωτίστως με την παραπλάνηση παράλληλα με τον εξαναγκασμό. Αυτή η συνδυασμένη σχέση της διαφοράς στη μέθοδο και της ομοιότητας στους βασικούς σκοπούς και στο ρόλο αποτελεί το θεμέλιο του ορισμού που έδωσε ο Στάλιν, ήδη το 1924 ότι «η σοσιαλδημοκρατία, αντικειμενικά, αποτελεί τη μετριοπαθή πτέρυγα του φασισμού»2.
ΤΑ ΜΙΚΡΟΒΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ο φασισμός δεν κατάγεται μόνο ιστορικά, κατά ένα μεγάλο μέρος, από τη σοσιαλδημοκρατία, με την έννοια ότι πολλοί από τους κύριους ηγέτες του προέρχονται από τη σοσιαλδημοκρατία: Μουσολίνι - πρώην συντάκτης του «Avanti», κεντρικού οργάνου των Ιταλών σοσιαλιστών, Πιλσούντσκι - πρώην ηγέτης του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Μόσλι - πρώην υπουργός της δεύτερης εργατικής κυβέρνησης Μακντόναλντ. Επίσης, η ιδεολογία του φασισμού προέρχεται κύρια από τη γραμμή που έχει επεξεργαστεί η σοσιαλδημοκρατία.
Μπορούμε να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε πρώιμες ενδείξεις και τάσεις στις προπολεμικές μη μαρξιστικές μορφές του σοσιαλισμού, που παρέχουν ήδη ενδείξεις για τις απόψεις που αναπτύχθηκαν αργότερα στο φασισμό. Π.χ. ο «εθνικός» τύπος του σοσιαλισμού του Λασσάλ (πρέπει να σημειωθεί ότι οι βουλευτές του κόμματος του Λασσάλ ψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις του 1870, ενώ οι μαρξιστές απείχαν). οι πρωσικές τάσεις και οι ερωτοτροπίες με τον Μπίσμαρκ. οι πλάνες του Προυντόν για την πίστωση και η αντίθεσή του στην ταξική πάλη. η λατρεία της βίας του Σορέλ, οι «κοινωνικοί μύθοι» για τη μαζική εξαπάτηση και η αόριστη καταδίκη της δημοκρατίας.η συνδικαλιστική λατρεία της «συντεχνιακής» διαχωριστικής γραμμής. η εξύμνηση του υπερταξικού κράτους από τον Φαμπιάν. ο κοινωνικός σωβινισμός του Χάιντμαν, ακόμη και πριν τον πόλεμο και η μεγάλη αναταραχή στο ναυτικό3.
Ο φασίστες συγγραφείς επιδιώκουν να εντοπίσουν τους πνευματικούς τους προγόνους σε τρεις βασικές πηγές: Στο Ματσίνι (θα έτριζαν τα κόκαλα του παλιού φιλελεύθερου δημοκράτη), στον Προυντόν και το Σορέλ. Αυτό όμως δεν είναι παρά μυθοπλασία. Ο φασισμός επί της ουσίας είναι προϊόν της μεταπολεμικής γενικής κρίσης του καπιταλισμού και δεν έχει πνευματικούς προγόνους. Σαν την αποβολή ενός εμβρύου που ακολουθείται από έκτρωση, έτσι και η ήττα μιας προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης οδηγεί στο φασισμό. Από το 1914, που η σοσιαλδημοκρατία εγκατέλειψε απερίφραστα το μαρξισμό και το διεθνισμό, εμφανίστηκαν οι χαρακτηριστικές ιδεολογικές τάσεις που συγγένευαν με το φασισμό. Η μελέτη των κύριων ακραίων εκφράσεων των σοσιαλιστών του πολέμου, ιδιαίτερα των Λεντς, Πάρβους και Κούνοβ στη Γερμανία, του Ερβέ στη Γαλλία, του Μπλάτσφορντ στην Αγγλία, θα αποκάλυπτε πολλές εντυπωσιακές ομοιότητες με το μεταγενέστερο φασισμό. «Σε αυτό τον παγκόσμιο πόλεμο», έγραφε ο Λεντς το 1916, «η Γερμανία ολοκληρώνει την επανάστασή της» (είναι συνήθης η χρήση του όρου «επανάσταση» για την κάλυψη της πιο ακραίας δικτατορίας των μονοπωλίων και του σωβινισμού). «στην κεφαλή της γερμανικής επανάστασης βρίσκεται ο Μπέτμαν-Χόλβεγκ». Ο Κούνοβ δήλωσε ότι η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να προσαρμοστεί στον ιμπεριαλισμό και να ξεφορτωθεί τα απομεινάρια της φιλελεύθερης δημοκρατικής ιδεολογίας σχετικά με «το δικαίωμα των εθνών για πολιτική ανεξαρτησία». Ο σοσιαλιστής του πολέμου Χάνις έγραφε: «Στον πόλεμο, η Αγγλία αντιπροσωπεύει την αντιδραστική αρχή, ενώ η Γερμανία την επαναστατική». Ολα αυτά απεικονίζουν τη χρήση των «επαναστατικών» φράσεων και της καταδίκης των ξεπερασμένων «φιλελεύθερων-δημοκρατικών» δεισιδαιμονιών για τη συγκάλυψη στην πράξη της πλήρους υποταγής τους στο μονοπωλιακό καπιταλισμό και σωβινισμό. Η άρνηση του διεθνισμού, η υπεράσπιση της ταξικής συνεργασίας ή της «ιερής εκεχειρίας» και η υπηρέτηση του καπιταλιστικού κράτους στο όνομα «σοσιαλιστικών» ή «επαναστατικών» φράσεων, αποτελούν την κοινή αφετηρία της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας από το 1914 και του φασισμού, σε πιο αναπτυγμένη μορφή.
Ωστόσο, η ιδεολογία της σοσιαλδημοκρατίας αποτέλεσε πραγματικά το έδαφος που ανέθρεψε το φασισμό στη μεταπολεμική περίοδο. Η σοσιαλδημοκρατία βγήκε από τον πόλεμο με δυο σαφή χαρακτηριστικά: Πρώτον, τη συμπαράταξη του κάθε κόμματος με το δικό του «εθνικό» -δηλαδή ιμπεριαλιστικό- κράτος και την άρνηση κάθε διεθνισμού, εκτός από τον πιο τυπικό. Δεύτερον, την ταξική συνεργασία με τη μορφή της συμμαχίας με την κυβέρνηση και της συναίνεσης των συνδικάτων, προκειμένου να βοηθήσει στην οικοδόμηση της καπιταλιστικής ευημερίας ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την ευημερία της εργατικής τάξης. Θα φανεί ότι αυτές οι βασικές αρχές ήδη προσεγγίζουν τις βασικές αρχές του «εθνικοσοσιαλισμού».
Μετά τον πόλεμο η σοσιαλδημοκρατία αντιμετώπισε δυο καθήκοντα: Πρώτον, να νικήσει την επανάσταση της εργατικής τάξης. Δεύτερον, να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης δομής του καπιταλισμού. Το πρώτο καθήκον έφερε τη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία σε στενή συμμαχία με τους αντιδραστικούς, μιλιταριστικούς κύκλους της Λευκής φρουράς και την εκπαίδευσε στο να αναλάβει κυβερνητική ευθύνη στην εξολόθρευση των αγωνιστών εργατών. Το δεύτερο καθήκον της καπιταλιστικής ανοικοδόμησης, μετά την περίοδο του άμεσου εμφύλιου πολέμου, απαιτούσε πιο στενή συνεργασία της σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικάτων με το μονοπωλιακό καπιταλισμό.
Αυτή η συνεργασία της σοσιαλδημοκρατίας με τον καπιταλισμό την περίοδο της ανοικοδόμησης και της σταθεροποίησης απαιτούσε την ανάπτυξη μιας καινούργιας αντίστοιχης ιδεολογίας. Η ιδεολογία της περιόδου του πολέμου σχετικά με τον «εθνικό κίνδυνο» και την ανάγκη για ενότητα ενάντια στον «κοινό εχθρό» δεν εξυπηρετούσε σε περίοδο ειρήνης. Την περίοδο της ανασυγκρότησης και της σταθεροποίησης έπρεπε να αναπτυχθεί μια νέα θεωρητική βάση. Υποστηρίχτηκε ότι η κατάρρευση του καπιταλισμού δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη χρειαζόταν την ευημερία του καπιταλισμού ως βάση για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. «Είναι ανώφελο να κοινωνικοποιήσουμε τη μιζέρια» δήλωσε ο Κάουτσκι, χρησιμοποιώντας την «οικονομική καταστροφή» της Ρωσίας ως προειδοποίηση για τις συνέπειες του εναλλακτικού δρόμου. Ο καπιταλισμός δεν έχει ακόμα εξαντλήσει την ανάπτυξή του. Είχε μπροστά του το πέρασμα σε μια ακμάζουσα εποχή «οργανωμένου καπιταλισμού». Αυτός ήταν ο δρόμος προς το σοσιαλισμό. Καθήκον των εργατών ήταν να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση του καπιταλισμού, στην αύξηση της παραγωγής και στην ανάπτυξη ενός νέου ορθολογικού «οργανωμένου καπιταλισμού» με αυξημένη συμμετοχή στην κυβέρνηση, τόσο οικονομικά, μέσω των συνδικάτων («οικονομική δημοκρατία», Μοντισμός4), όσο και πολιτικά μέσω της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτός ήταν ο πραγματικός δρόμος για την πρόοδο, σε αντίθεση με τις «καταστροφικές» πολιτικές του κομμουνισμού.
Την περίοδο της σταθεροποίησης, της ορθολογικοποίησης του καπιταλισμού και της βραχύβιας οικονομικής ανάπτυξης της περιόδου 1927-1929, η νέα ιδεολογία της σοσιαλδημοκρατίας έφτασε στο ανώτατο σημείο της ανάπτυξής της. Ο μαρξισμός άρχισε να εγκαταλείπεται, περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά, ιδιαίτερα από την ηγεσία των συνδικάτων, αν και τυπικά εξακολουθούσε να αναφέρεται στο πρόγραμμά τους. Ο επιφανής Γερμανός θεωρητικός συνδικαλιστής Ταρνόβ μίλησε ξεκάθαρα στο συνέδριο της Γερμανικής Ομοσπονδίας Συνδικάτων στο Μπρέσλαου: «Ο μαρξισμός, ως ηγετική ιδεολογία του κινήματος της εργατικής τάξης, έχει ξεπεραστεί. Καθώς όμως ένα πραγματικό, μεγάλο, μαζικό κίνημα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αντίστοιχη ιδεολογία, εμείς, οι ηγέτες των συνδικάτων, πρέπει να δημιουργήσουμε μια νέα ιδεολογία».
Η ουσία της «νέας ιδεολογίας» ήταν στην πραγματικότητα η πολύ παλιά, προ-μαρξιστική (πρώτα φιλελεύθερη, μετά φαβιανή και τελικά φασιστική) θεωρία της ταύτισης των συμφερόντων της εργατικής τάξης με τον καπιταλισμό. Οπως δήλωσε κι ένας άλλος επιφανής θεωρητικός των γερμανικών συνδικάτων: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εργατική τάξη είναι μέρος του καπιταλιστικού συστήματος, η πτώση του οποίου είναι και δική της πτώση. Επομένως, το μεγάλο ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης είναι να επιτύχει, μέσω της διευθέτησης της θέσης της σε αυτό το σύστημα, τη βελτίωση όλης της κοινωνικής δομής, που ισοδυναμεί με τη βελτίωση της δικής της κοινωνικής κατάστασης. Η ίδια γραμμή εκφράστηκε από το Γενικό Συμβούλιο του Συνεδρίου Βρετανικών Συνδικάτων στην έκθεσή του προς το Συνέδριο του Σουόνσι το 1928, όταν ανέλυε τους τρεις πιθανούς δρόμους που ανοίγονταν μπροστά στα συνδικάτα και υποστήριζε τον τρίτο ως τον καλύτερο (τη γραμμή των μοντιστών για συνεργασία με τον καπιταλισμό): «Ο τρίτος δρόμος είναι το συνδικαλιστικό κίνημα να πει με τόλμη, όχι μόνο ότι ενδιαφέρεται για την ευημερία της βιομηχανίας, αλλά και ότι θα έχει λόγο για τον τρόπο που αυτή διευθύνεται, ώστε να μπορεί να επηρεάσει τις νέες εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα. Η απώτερη πολιτική του κινήματος χρειάζεται μια αποδοτική παρά μια ρημαγμένη βιομηχανία και τα συνδικάτα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους, για να προωθήσουν και να καθοδηγήσουν την επιστημονική αναδιοργάνωση της βιομηχανίας, καθώς και για να αποκτήσουν υλικά πλεονεκτήματα από την αναδιοργάνωση». Ετσι, η σοσιαλδημοκρατία και τα συνδικάτα υπό την ηγεσία της, σύμφωνα με τη σοσιαλδημοκρατική θεωρία, γίνονται συστατικά μέρη της σύγχρονης καπιταλιστικής οργάνωσης και του καπιταλιστικού κράτους. Οι Ουέμπ είχαν επεξεργαστεί πλήρως αυτή τη θεωρία πολύ πριν τον πόλεμο. Διαπερνά την «Ιστορία του Συνδικαλισμού», καθώς και όλο το έργο τους. «Η σοσιαλδημοκρατία σήμερα είναι αναντικατάστατο στοιχείο του κράτους», διαβεβαίωνε ο Χίλφερντινγκ στο συνέδριο του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος το 1927 στο Κίελο. «Χωρίς τα συνδικάτα», έγραφε ο Σιτρίν «η βιομηχανία δε θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά στις σύγχρονες συνθήκες»5. Ετσι, κάθε ανάπτυξη της οργάνωσης και ενίσχυση του μονοπωλιακού καπιταλισμού και της δικτατορίας του χαιρετίζεται ως πρόοδος του «σοσιαλισμού».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το Εργατικό Κόμμα υπερασπίστηκε τις «δημόσιες επιχειρήσεις» (καπιταλιστικά τραστ υπό την προστασία του κράτους, με εγγυημένα μερίσματα για τους μετόχους) ως μορφή του σύγχρονου σοσιαλισμού, για παράδειγμα το νόμο για τη συγκοινωνία του Λονδίνου που εισηγήθηκε η εργατική κυβέρνηση, υλοποίησε η συντηρητική κυβέρνηση και χαιρέτισε το εργατικό κόμμα, ως θρίαμβο του «σοσιαλισμού». Οι συντηρητικοί Times έγραψαν γι’ αυτό: «Οι βασικές αντιρρήσεις που τέθηκαν μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες, δηλαδή, ότι το νομοσχέδιο είναι «σοσιαλιστικό», ότι δημιουργεί ένα επικίνδυνο μονοπώλιο, και ότι θα αυξήσει το κόστος των μεταφορών». Καμία από αυτές τις κριτικές δε θα άντεχε παρατεταμένη εξέταση. Είναι αλήθεια ότι το νομοσχέδιο στην αρχική του μορφή παράχθηκε από μια σοσιαλιστική κυβέρνηση και ότι ο τότε υπουργός Μεταφορών, κύριος Μόρισσον, κατάφερε σχεδόν να το καταδικάσει για πάντα, ισχυριζόμενος ότι ήταν θρίαμβος του σοσιαλισμού. Ομως τι σχέση έχει ο σοσιαλισμός; Σε ποιες αρχές θα διαφέρει η νέα επιχείρηση μεταφορών από την κεντρική επιχείρηση ηλεκτρισμού ή από τη βρετανική εταιρία τηλεπικοινωνιών που και οι δυο ιδρύθηκαν από συντηρητική κυβέρνηση; Πράγματι, όπως και αυτές, είναι ένα θεσπισμένο από το νόμο μονοπώλιο και επομένως υπόκειται σε κάποιο βαθμό σε δημόσιο έλεγχο. Ωστόσο είναι ιδιωτική και όχι δημόσια ιδιοκτησία6. Είναι προφανές ότι η «δημόσια επιχείρηση» του εργατικού κόμματος και της σοσιαλδημοκρατίας, ως σύστημα οργάνωσης της βιομηχανίας, παρουσιάζει έντονες βασικές ομοιότητες με τις επιχειρήσεις στο φασισμό. Στη βάση αυτή η σοσιαλδημοκρατία στηρίζει τις σύγχρονες εξελίξεις του μονοπωλιακού καπιταλισμού, παρουσιάζοντάς τις ως έλευση του «σοσιαλισμού». Οπως δήλωσε ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης ηγέτης Ντίτμαν στο συνέδριο του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στο Μάγκντεμπουργκ: «Δε ζούμε πια στον καπιταλισμό. Ζούμε σε μια περίοδο μετάβασης στο σοσιαλισμό, οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά. Στη Γερμανία έχουμε να υπερασπιστούμε δέκα φορές περισσότερες σοσιαλιστικές κατακτήσεις απ’ ό,τι έχουν στη Ρωσία».
Η παγκόσμια οικονομική κρίση κατάφερε ένα βαρύ πλήγμα σε αυτή την ιδεολογία. Ομως η σοσιαλδημοκρατία προσαρμόστηκε στην κρίση, διευρύνοντας τις θεωρίες της. Διακήρυξε ότι ήταν αναγκαίο να «σωθεί» ο καπιταλισμός από την απειλή του χάους και της προλεταριακής επανάστασης. Το συνέδριο του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, που έγινε στη Λειψία το 1931, έδωσε το σύνθημα: «Εμείς πρέπει να γιατρέψουμε τον καπιταλισμό που πάσχει». Ο Βαντερβέλντε, ο πρόεδρος της Δεύτερης Διεθνούς, δήλωσε στη βελγική βουλή των αντιπροσώπων το 1932: «Tο καπιταλιστικό σύστημα έχει παντού ρήγματα. Μπορεί να σωθεί μόνο με σοβαρά και επείγοντα μέτρα. Μόλις που προλαβαίνουμε. Προσέξτε, να μη γκρεμίσει το προλεταριάτο το ναό, όπως ο Σαμψών»7. Ο σοσιαλιστής Μοντέλ είχε ήδη δηλώσει πριν από την κρίση: «Μόνο το σοσιαλιστικό κόμμα θα είναι ικανό να σώσει την αστική κοινωνία»8. Συνολικά αυτή η γραμμή και αυτή η προπαγάνδα δείχνουν φανερά ότι η σοσιαλδημοκρατία στην πράξη προετοίμαζε και έστρωνε το δρόμο για το φασισμό και τις ιδέες του.
Πράγματι, ακόμη και μετά τη νίκη του φασισμού ο Λέιπαρτ, επικεφαλής του γερμανικού συνδικαλισμού, χρησιμοποίησε ευθέως παρόμοια επιχειρήματα, για να αποδείξει ότι τα συνδικάτα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από το φασισμό ως όργανα υποτελή στη φασιστική δικτατορία: «Τα συνδικάτα δημιουργήθηκαν ως η οργανωμένη αυτοβοήθεια της εργατικής τάξης και κατά την ιστορική τους πορεία, λόγω φυσικών αιτιών, συγχωνεύτηκαν όλο και περισσότερο με το κράτος. Τα κοινωνικά καθήκοντα των συνδικάτων πρέπει να εκπληρώνονται άσχετα με τη μορφή του κρατικού καθεστώτος. Τα συνδικάτα είναι πλήρως προετοιμασμένα, ακόμη και πέρα από το πεδίο των μισθών και των εργασιακών συνθηκών, να συνάψουν μόνιμη συνεργασία με τις οργανώσεις των εργοδοτών. Η κρατική εποπτεία σε μια τέτοια συνεργασία θα μπορούσε, υπό ορισμένες συνθήκες, να αυξήσει την αξία της και να καταστήσει ευκολότερη την πραγματοποίησή της. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν αξιώνουν να επηρεάζουν άμεσα την πολιτική του κράτους. Από αυτή την άποψη, το μόνο καθήκον τους μπορεί να είναι να εστιάζουν την προσοχή της κυβέρνησης στα δίκαια αιτήματα των εργατών σε σχέση με τα μέτρα που αφορούν την κοινωνική και οικονομική πολιτική και νομοθεσία και να υπηρετούν την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο με τις γνώσεις τους σε αυτό τον τομέα». Αυτή ήταν η επίσημη δήλωση του γερμανικού συνδικαλισμού το Μάρτιο του 1933, που προσφερόταν για συμμαχία με τη φασιστική δικτατορία. Ο μη γερμανικός σοσιαλδημοκρατικός τύπος την υποδέχτηκε με εκφράσεις πόνου και αγανάκτησης ως «επαίσχυντη συνθηκολόγηση». Ωστόσο, η γραμμή που εκφράζεται είναι ίδια ακριβώς με τη γραμμή των επιχειρημάτων για το ζήτημα του συνδικαλισμού και του κράτους που χρησιμοποιήθηκαν από τους υποστηρικτές του Σιτρίν στη Βρετανία, του Γκριν στις ΗΠΑ και του Ζουό στη Γαλλία. Με αυτό μπορεί να συγκριθεί η πρόταση του Μουσολίνι, το 1921, για μια πιθανή συμμαχία της ρεφορμιστικής σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού: «Στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας και της βελτίωσης του επιπέδου ζωής των εργατικών τάξεων, οι σοσιαλιστές μπορούν να βρουν απροσδόκητους συμμάχους στα πλαίσια του φασισμού. Η σωτηρία της χώρας δεν μπορεί να εξασφαλιστεί με την καταστολή της αντίθεσης ανάμεσα στο φασισμό και το σοσιαλισμό, αλλά με τη συνδιαλλαγή τους μέσα στο κοινοβούλιο. Είναι πολύ πιθανή μια συνεργασία με τους σοσιαλιστές, ιδιαίτερα σε μεταγενέστερο στάδιο, μετά το ξεκαθάρισμα των ιδεών και των τάσεων, βάσει των οποίων δουλεύει τώρα το σοσιαλιστικό κόμμα. Είναι φανερό ότι η συνύπαρξη των αδιάλλακτων και ρεφορμιστών σοσιαλιστών στο ίδιο κόμμα θα γίνει ανέφικτη με τον καιρό. Από τη συμμετοχή στις ευθύνες της εξουσίας απορρέει είτε επανάσταση, είτε μεταρρύθμιση»9.
Η πορεία των γεγονότων κατέστησε περιττή αυτή την άμεση συμμαχία. Ομως στη συνέχεια ο Μουσολίνι έθεσε στην υπηρεσία του τους ρεφορμιστές ηγέτες των συνδικάτων, τον Ντ’ Αραγκόνα και τους συναδέλφους του. Ετσι η σοσιαλδημοκρατία προετοίμασε ιδεολογικά το δρόμο για το φασισμό: Πρώτον, με την εγκατάλειψη ή τη διαφθορά του μαρξισμού. Δεύτερον, με την άρνηση του διεθνισμού και την προσκόλληση των εργατών στην υπηρεσία του «δικού τους» ιμπεριαλιστικού κράτους. Τρίτον, με τον πόλεμο ενάντια στον κομμουνισμό και την προλεταριακή επανάσταση. Τέταρτον, με τη διαστρέβλωση του «σοσιαλισμού» ή τη χρήση αόριστων «σοσιαλιστικών» φράσεων («η νέα κοινωνική τάξη», η «κοινωνική ευημερία», η «βιομηχανία ως δημόσια υπηρεσία» κλπ.), για να συγκαλύψουν το μονοπωλιακό καπιταλισμό. Πέμπτον, με την υπεράσπιση της ταξικής συνεργασίας και την ενοποίηση των οργανώσεων της εργατικής τάξης με το καπιταλιστικό κράτος. Ολα αυτά παρέχουν την ιδεολογική βάση του φασισμού, που αποτελεί το τελικό στάδιο της πολιτικής της πλήρους αφομοίωσης της εργατικής τάξης, δεμένης χειροπόδαρα, από τον καπιταλισμό και το καπιταλιστικό κράτος. Ολη αυτή η προπαγάνδα και η γραμμή της σοσιαλδημοκρατίας προκάλεσε σύγχυση, αποδυνάμωσε και γκρέμισε την ταξική, σοσιαλιστική θεώρηση των εργατών εκείνων που ήταν υπό την επιρροή της, απέτρεψε τη διάδοση της επαναστατικής μαρξιστικής αντίληψης, καλλιέργησε τις ημι-φασιστικές ιδέες του εθνικισμού, του ιμπεριαλισμού και της ταξικής συνεργασίας και κατέστησε τις μάζες εύκολη λεία στο φασισμό.
ΠΩΣ Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΒΟΗΘΑΕΙ
ΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ ΝΑ ΑΝΕΛΘΕΙ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Στα προηγούμενα δύο κεφάλαια εξετάσαμε ιστορικά τα παραδείγματα της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Αυστρίας και είδαμε στην πράξη πώς η σοσιαλδημοκρατία βοηθάει το φασισμό να ανέλθει στην εξουσία. Τώρα χρειάζεται μόνο να συνοψίσουμε τα αποτελέσματα που μας έδωσε η ιστορική πείρα.
Πρώτον, η σοσιαλδημοκρατία αποδιοργανώνει το προλεταριάτο και την προλεταριακή πάλη. Η σοσιαλδημοκρατική και συνδικαλιστική ηγεσία λειτουργούν ως πράκτορες των εργοδοτών και της άρχουσας τάξης στις γραμμές της εργατικής τάξης. Κηρύττουν την ηττοπάθεια και την αντίθεση στον αγώνα και, όπου δεν μπορεί να αποφευχθεί το ξέσπασμα της πάλης της εργατικής τάξης, θέτουν άμεσα εμπόδια στον αγώνα από τα μέσα. Αυτό φαίνεται πιο καθαρά στο ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στις απεργίες. Ενα αξιοσημείωτο παράδειγμα αυτής της διαδικασίας, πριν τις αποκαλύψεις που ακολουθούν, δόθηκε με τη μεγάλη απεργία σε εργοστάσια πολεμοφοδίων στη Γερμανία το Γενάρη του 1918, που σχεδόν οδήγησε τη χώρα εκτός πολέμου και σε ενότητα με τη Ρωσική Επανάσταση. Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες Εμπερτ, Μπράουν και Σάιντμαν, με απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής τους, ανέλαβαν την ηγεσία της απεργίας και ζήτησαν από τους εργάτες μέχρι και να μην υπακούουν σε καλέσματα για κινητοποίηση. Ωστόσο, ο λόγος που πήραν μέρος στην επιτροπή απεργίας, όπως δήλωσαν οι ίδιοι μετά από χρόνια, ήταν για να καταπνίξουν την απεργία. Το 1922-24 ο Εμπερτ κατέθεσε αγωγή κατά της ποινής για εθνική προδοσία, επειδή ηγήθηκε της απεργίας το Γενάρη του 1918. Στη δίκη αυτή γνωστοποίησε ότι η Εκτελεστική Επιτροπή είχε πάρει μυστικά απόφαση να τους προετοιμάσει να ηγηθούν της απεργίας, ώστε να λήξει. Ο Εμπερτ δήλωσε στο δικαστήριο ότι ζητήθηκε από τους σοσιαλιστές να πάρουν τον έλεγχο της απεργίας για να αποφευχθούν τα χειρότερα10. Ο Χερ Λέντεμπουρ είχε πει στους απεργούς ότι η απεργία θα χανόταν αν οι σοσιαλιστές της πλειοψηφίας έμπαιναν στην απεργιακή επιτροπή και σε αυτό το σημείο ο Χερ Εμπερτ εντάχθηκε σ’ αυτή, προκειμένου να αποκαταστήσει την ισορροπία… Δήλωσε ότι μπήκε στην απεργιακή επιτροπή για να φέρει ένα τέλος στην απεργία όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ο Σάιντμαν δήλωσε στην ίδια δίκη: «Η απεργία ξέσπασε εν αγνοία μας. Πήραμε μέρος στην Επιτροπή Απεργίας με την αταλάντευτη πρόθεση να θέσουμε γρήγορα τέλος στην απεργία μέσω διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση. Υπήρξε μεγάλη αντιπαράθεση με μας στην Απεργιακή Επιτροπή. Ημασταν γνωστοί ως “οι απεργοσπάστες”»11. Την ίδια ακριβώς διαδικασία ακολούθησε το Εργατικό Κόμμα και η ηγεσία του Γενικού Συμβουλίου του Συνεδρίου των Συνδικάτων στη γενική απεργία στη Μ. Βρετανία το 1926, που σύμφωνα με τον Μακ Ντόναλντ αποφασίστηκε γιατί: «Αν δεν είχε αναγγελθεί γενική απεργία, η βιομηχανία θα είχε παραλύσει σχεδόν το ίδιο από παράνομες απεργίες»12. Ο Τζ. Τόμας εξήγησε έπειτα στην καπιταλιστική εφημερίδα Answers ότι ήταν αντίθετος με την απεργία. Παρ’ όλα αυτά είπε: «δεν παραιτήθηκα, γιατί ένιωθα σίγουρος ότι θα έκανα πολύ περισσότερο καλό αν έμενα παρά αν αποχωρούσα». Στόχος της ηγεσίας, εξήγησε στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 13 Μάη 1926, ήταν να εμποδίσει τον αγώνα να «ξεφύγει από τα χέρια αυτών που θα μπορούσαν να ασκήσουν κάποιον έλεγχο». Ο συντηρητικός Υπουργός Εσωτερικών Τζόινσον Χικς, αναλύοντας τα αίτια της ήττας της γενικής απεργίας, προέβαλε ως βασική αιτία το γεγονός ότι «η συνδικαλιστική ηγεσία που είχε την ευθύνη διατήρησε τον έλεγχο των συνδικάτων και ακολούθησε τη συνταγματική οδό, παραδέχτηκε ότι η γενική απεργία ήταν παράνομη και την ανακάλεσε»13. Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε στην Ιταλία σε σχέση με την κατάληψη εργοστασίων, όπου η ρεφορμιστική ηγεσία πέτυχε αυτό που όλες οι δυνάμεις της κυβέρνησης παραδέχτηκαν ότι ήταν ανίκανες να πετύχουν, δηλαδή, την ανάκτηση των εργοστασίων στους καπιταλιστές. Αλλά αυτή η άμεση απεργοσπασία (παραδείγματα της οποίας αντιμετωπίζουν σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα κάθε χρόνο και σχεδόν κάθε μήνα οι εργάτες όλων των χωρών) είναι η πιο απλή έκφραση μιας παγκόσμιας διαδικασίας αποδιοργάνωσης και διάσπασης του μετώπου της εργατικής τάξης, διακήρυξης της εμπιστοσύνης στον καπιταλισμό, στενή συμμαχία με τον ταξικό εχθρό και πόλεμο στους αγωνιστές εργάτες. Μόνο μετά από εμφανή και επανειλημμένη αποδιοργάνωση του μετώπου της εργατικής τάξης χάρη στη μέθοδο που ακολούθησε η σοσιαλδημοκρατία από τα μέσα, καθώς και την επακόλουθη αποδυνάμωση και αποθάρρυνση των εργαζομένων, άνοιξε ο δρόμος της ανόδου του φασισμού. Την προδοσία της γενικής απεργίας ακολούθησε η τάση του Μοντ, ένα πρώτο βήμα προς τον φασισμό, που ως τέτοιο χαιρετίστηκε από τον ιταλικό φασιστικό τύπο (πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μοντ εξέφρασε ανοιχτά τη συμπάθειά του στον φασισμό).
Την παράδοση των εργοστασίων στην Ιταλία ακολούθησε η φασιστική επίθεση που ξεκίνησε από την Μπολόνια και συνεχίστηκε μέχρι την εγκαθίδρυση του φασιστικού κράτους το 1922. Στη Μ. Βρετανία, η στήριξη της δεύτερης Εργατικής Κυβέρνησης στην επίθεση ενάντια στους εργάτες ακολουθήθηκε από την εκλογική νίκη της Εθνικής Κυβέρνησης το 1931 και το ξεκίνημα ενός σοβαρού φασιστικού κινήματος. Τη στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας προς τη δικτατορία του Μπρούνινγκ και την επίθεση πείνας ακολούθησε αμέσως η σαρωτική άνοδος του φασισμού. Αυτός είναι ο κύριος τρόπος με τον οποίο η σοσιαλδημοκρατία συμβάλλει στην άνοδο του φασισμού στην εξουσία: Αποδιοργανώνοντας το μέτωπο της εργατικής τάξης με σπάσιμο απεργιών, με αποκήρυξη του ταξικού αγώνα, κηρύσσοντας τη νομιμοφροσύνη και την εμπιστοσύνη στον καπιταλισμό, απομακρύνοντας όλα τα μαχητικά στοιχεία και διασπώντας τα συνδικάτα και τις οργανώσεις της εργατικής τάξης. Ο πόλεμος ενάντια στον κομμουνισμό βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της σοσιαλδημοκρατίας. Το γερμανικό παράδειγμα έδειξε σε ποιο σημείο μπορεί να φτάσει η ανοιχτή συμμαχία της σοσιαλδημοκρατίας με τους στρατιωτικούς και τους «λευκοφρουρούς», ώστε να συντρίψει τους επαναστατημένους εργάτες14. Το σύνθημα όμως του πολέμου ενάντια στον κομμουνισμό είναι σύνθημα του φασισμού. Η σοσιαλδημοκρατία και ο φασισμός προσφέρουν επί της ουσίας ανταγωνιστικές υπηρεσίες στην αστική τάξη για το χτύπημα του κομμουνισμού. Με την πάροδο της μεταπολεμικής περιόδου, η σοσιαλδημοκρατία βοηθάει όλο και περισσότερο στην άνοδο του φασισμού, συμβάλλοντας στο δυνάμωμα του καπιταλιστικού μηχανισμού και της καπιταλιστικής δικτατορίας. Η σοσιαλδημοκρατία συμβάλλει στο να περάσουν οικονομικά μέτρα για την ενίσχυση των καπιταλιστικών μονοπωλίων (εξορθολογισμός κτλ.). Στηρίζει την εντεινόμενη καπιταλιστική δικτατορία σαν αυτή των Μπρούνινγκ και Ρούσβελτ και συντελεί και η ίδια στη λήψη και εφαρμογή μέτρων εντεινόμενης δικτατορίας. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από τη δεύτερη Εργατική Κυβέρνηση του 1929-1931, με την πράξη για τα ανθρακωρυχεία και το νόμο περί εμπορίου του Λονδίνου, η επιβολή περικοπών στους μισθούς στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας με διαιτητική απόφαση, η σύλληψη και η επιβολή ποινής σε εκατοντάδες εργαζόμενους με το νόμο περί συνδικάτων και η φυλάκιση εξήντα χιλιάδων στην Ινδία από τις δυνάμεις καταστολής κινητοποιήσεων «λάθι». Ομοίως, ο Σίβερινγκ ως υπουργός Εσωτερικών χτύπησε τις εργατικές κινητοποιήσεις της Εργατικής Πρωτομαγιάς στο Βερολίνο το 1929. Αντίστοιχα και η πρωσική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση καυχιόταν προς υπεράσπισή της, όταν αποπέμφθηκε από το φον Πάπεν, ότι «είχε προκαλέσει περισσότερους θανάτους στην Αριστερά παρά στη Δεξιά»: «Η πρωσική κυβέρνηση είναι σε θέση να αποδείξει με στατιστικές της αστυνομίας ότι η αστυνομική παρέμβαση προκάλεσε περισσότερους θανάτους στην Αριστερά παρά στη Δεξιά και ότι τα αστυνομικά μέτρα προκάλεσαν περισσότερες πληγές στην Αριστερά απ’ ό,τι στη Δεξιά»15.
Στο τελικό στάδιο, καθώς το φασιστικό κίνημα πλησιάζει άμεσα στην εξουσία, η σοσιαλδημοκρατία δίνει την τελευταία και αποφασιστική βοήθεια με το να εναντιώνεται και να απαγορεύει την ύπαρξη του ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης ενάντια στο φασισμό, του μοναδικού μέσου για να αποφευχθεί η άνοδος του φασισμού στην εξουσία, εστιάζοντας σε ελπίδες για απατηλή νόμιμη υποστήριξη, μέσω της ψήφου και της «δημοκρατίας», μετριοπαθών αστικών κυβερνήσεων, ακόμα και προ-φασιστικών ή σχεδόν φασιστικών δικτατοριών (όπως του καθεστώτος Μπρούνινγκ και Ντόλφους), ως το «μικρότερο κακό». Ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Σίβερινγκ απαγόρευσε και διέλυσε το Κόκκινο Μέτωπο, ενώ επέτρεψε την ύπαρξη των Ταγμάτων Εφόδου. Η σοσιαλδημοκρατία απορρίπτει τις επαναλαμβανόμενες επείγουσες εκκλήσεις του κομμουνισμού για ενιαίο μέτωπο την κρίσιμη χρονιά, το 1932, αλλά και το πρώτο τετράμηνο του 1933. Αυτή η γραμμή καθιστά αναπόφευκτη τη νίκη του φασισμού.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Η ζωτική σημασία του ενιαίου αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στο φασισμό είναι ολοφάνερη σήμερα, ιδιαίτερα μετά το γερμανικό παράδειγμα των καταστροφικών συνεπειών της αποδιοργάνωσής της. Ωστόσο, παρά το γερμανικό παράδειγμα, η σοσιαλδημοκρατία συνεχίζει να απορρίπτει και να αντιτάσσεται στο ενιαίο μέτωπο σε όλες τις χώρες. Ταυτόχρονα, παράλληλα με την άμεση απόρριψη του ενιαίου μετώπου, η σοσιαλδημοκρατία κάνει προσπάθεια να διαστρεβλώσει την αιτία της διάσπασης της εργατικής τάξης αποδίδοντάς τη στον κομμουνισμό και στην Κομμουνιστική Διεθνή, με την κατηγορία ότι διχάζουν τις δυνάμεις της εργατικής τάξης. Επομένως είναι αναγκαίο να εξετάσουμε περαιτέρω αυτό το ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα της διάσπασης της εργατικής τάξης και των αιτιών της.
Η ανάλυση της διάσπασης της εργατικής τάξης που αποδίδεται στον κομμουνισμό και την Κομμουνιστική Διεθνή είναι αναληθής ιστορικά, αλλά και σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα. Η διάσπαση της εργατικής τάξης χρονολογείται από το 1914, προτού δηλαδή δημιουργηθεί η Κομμουνιστική Διεθνής. Προκλήθηκε από την κυρίαρχη επίσημη ηγεσία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που εγκατέλειψαν τις υποσχέσεις και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στη Διεθνή, αντιβαίνοντας ευθέως τις αρχές πάνω στις οποίες δημιουργήθηκαν τα κόμματά τους και ενώθηκαν με τον καπιταλισμό. Η διάσπαση επισημοποιήθηκε όταν η ηγεσία απέπεμψε τους βουλευτές που ψήφισαν κατά των πολεμικών πιστώσεων, σύμφωνα με τη διεθνιστική τους υποχρέωση, καθώς και τα τμήματα που τους στήριξαν. Ολα αυτά έλαβαν χώρα ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου, πριν τη δημιουργία της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το να υποστηρίξει κάποιος ότι η ευθύνη για τη διάσπαση οφείλεται στους επαναστάτες, σημαίνει ότι υποστηρίζει την άποψη ότι ο Λίμπκνεχτ έπρεπε να ψηφίσει τις στρατιωτικές πιστώσεις. Το ρήγμα βάθυνε, καθώς το ζήτημα του ιμπεριαλιστικού πολέμου εξελίχθηκε σε ζήτημα στήριξης είτε της επανάστασης της εργατικής τάξης είτε των λευκοφρουρών που χτυπούσαν την επανάσταση των εργατών. Οι Μενσεβίκοι ενώθηκαν με τους τσαρικούς και τον ξένο ιμπεριαλισμό και πήραν τα όπλα ενάντια στην εργατική εξουσία. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες ηγέτες όπλισαν τα αντεπαναστατικά σώματα αξιωματικών για να χτυπήσουν τους επαναστάτες εργάτες. Η ρήξη του 1914 εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο, με τη σοσιαλδημοκρατία να βρίσκεται στην καπιταλιστική πλευρά των χαρακωμάτων. Τότε δημιουργήθηκε ένα αγεφύρωτο εμπόδιο, τόσο αγεφύρωτο όσο ο ταξικός διαχωρισμός. Ολη αυτή η διαδικασία του 1914-1919 είχε ήδη προχωρήσει, αποκαλύπτοντας πλήρως το γεγονός της διάσπασης της εργατικής τάξης, λόγω της ύπαρξης ιμπεριαλιστικής πτέρυγας στο στρατόπεδο της εργατικής τάξης, προτού τα επαναστατικά τμήματα οργανώσουν τελικά την Κομμουνιστική Διεθνή το 1919. Το να θεωρήσουμε την Κομμουνιστική Διεθνή αιτία της διάσπασης της εργατικής τάξης σημαίνει ότι μπερδεύουμε το αποτέλεσμα με την αιτία. Ο Λένιν απηύθυνε κάλεσμα για σύσταση της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήδη από το φθινόπωρο του 1914, μόνο αφού η πλειοψηφία της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας κατέστρεψε την παλιά Δεύτερη Διεθνή, ποδοπάτησε το διεθνή σοσιαλισμό και ενώθηκε ανοιχτά με τον καπιταλισμό. Δεν υπήρχε κανένας άλλος τρόπος να συνεχίσουν τον αγώνα για το διεθνή σοσιαλισμό. Είναι προφανές ότι η συνολική ευθύνη για τη διάσπαση ανήκει εξ ολοκλήρου στα τμήματα εκείνα που εγκατέλειψαν το πρόγραμμα του κόμματος και ενώθηκαν με τον καπιταλισμό και όχι σε εκείνα τα τμήματα που παρέμειναν πιστά στο πρόγραμμα του κόμματος και συνέχισαν να πολεμούν τον καπιταλισμό. Η ευθύνη αυτή, που ξεκίνησε το 1914, συνεχίστηκε στους εμφύλιους πολέμους του 1917-21 και παραμένει στα θέματα της επικαιρότητας.
Η ενότητα της ηγεσίας της σοσιαλδημοκρατίας με τον καπιταλισμό αναπόφευκτα διασπά την εργατική τάξη, αποτελεί αιτία της διάσπασης αυτής. Αυτή είναι η ρίζα του προβλήματος της διάσπασης. Δεδομένης όμως αυτής της διάσπασης των οργανώσεων της εργατικής τάξης, που μπορεί να ξεπεραστεί οριστικά μόνο με την επανένωση των εργατικών μαζών (μέσα από την εμπειρία του αγώνα, την ιδεολογική αντιπαράθεση, την πεποίθηση που πηγάζει από την ίδια τους την εμπειρία) στη βάση του ταξικού αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό, δηλαδή σε τελική ανάλυση στη βάση του κομμουνισμού, προκύπτει ως άμεσο και επείγον ζήτημα ο κοινός αγώνας σήμερα ενάντια στην καπιταλιστική και φασιστική επίθεση. Είναι προφανές ότι μπροστά σε αυτή την κατάσταση προβάλλει η ανάγκη όλοι οι εργάτες και οι οργανώσεις της εργατικής τάξης, οποιωνδήποτε πολιτικών απόψεων, να ενωθούν σε ένα κοινό μέτωπο για την άμεση πάλη, που να βασίζεται στο ευρύτερο δυνατό πλαίσιο πάλης. Αυτή είναι η ουσία του ενιαίου μετώπου για το οποίο η Κομμουνιστική Διεθνής αγωνίστηκε επίμονα από το 1921.
Η σοσιαλδημοκρατία όμως, αφού προκάλεσε το αρχικό ρήγμα, διαιωνίζει και βαθαίνει τη διάσπαση της εργατικής τάξης με το να εναντιώνεται στο ενιαίο μέτωπο, με το να διαγράφει τα τμήματά της που το στηρίζουν, ακόμα και να διαλύει οργανώσεις της εργατικής τάξης για να διατηρήσει την κυριαρχία της. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από το αποφασιστικής σημασίας ζήτημα των σωματείων. Η κομμουνιστική γραμμή είναι η ύπαρξη μιας ενιαίας συνδικαλιστικής οργάνωσης που να αγκαλιάζει όλους τους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από την πολιτική τους άποψη, μέσα στην οποία οι επαναστάτες εργάτες θα προπαγανδίζουν τις απόψεις και τις προτάσεις τους, σύμφωνα με τις αρχές της συνδικαλιστικής δημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία απορρίπτει την άποψη αυτή και επιδιώκει η ιδιότητα του μέλους του σωματείου ή του ενεργού μέλους (θέση αντιπροσώπου, στελεχικές θέσεις) να εξαρτάται από την υιοθέτηση αναθεωρητικών απόψεων, του προγράμματος του Εργατικού Κόμματος κτλ. Για να το πετύχει αυτό, η συνδικαλιστική σοσιαλδημοκρατική ηγεσία συχνά διαγράφει όχι μόνο μεμονωμένους συνδικαλιστές (συχνά σπουδαίους αγωνιστές, με μεγάλη προσφορά στον αγώνα, που έχουν εκλεγεί λαμβάνοντας τις περισσότερες ψήφους από τους συναδέλφους τους), αλλά και ολόκληρα τμήματα και οργανώσεις, ακόμα και πλειοψηφίες, αν αυτές εκφράζουν μια επαναστατική άποψη, προκειμένου να διατηρήσει την κυριαρχία της. Είναι προφανές ότι η πρακτική της σοσιαλδημοκρατίας στα συνδικάτα σημαίνει διάλυση των συνδικάτων ως ενιαίων οργανώσεων των εργατών.
Συχνά οι σοσιαλδημοκράτες κάνουν λόγο για ύπαρξη «Κόκκινων Συνδικάτων» ως απόδειξη για το ρόλο του κομμουνισμού στη διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος. Πολλοί είναι αυτοί που ακούν αυτές τις κατηγορίες με καλή πίστη και δεν κατανοούν ότι τα Κόκκινα Συνδικάτα, στις χώρες όπου το συνδικαλιστικό κίνημα είναι διασπασμένο, αναπτύχθηκαν ιστορικά ως αποτέλεσμα της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής των εκδιώξεων και της απόρριψης της συνδικαλιστικής δημοκρατίας. Η περίπτωση των Σκοτσέζων εργατών ορυχείων είναι το κλασικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας στη Βρετανία, όπου η πλειοψηφία των μελών των συνδικάτων εξέλεξε σύμφωνα με το καταστατικό νέα εκτελεστική επιτροπή και στελέχη με συντριπτική επαναστατική πλειοψηφία, ωστόσο η παλιά ρεφορμιστική εκτελεστική επιτροπή και τα στελέχη της αρνήθηκαν να αποχωρήσουν από το αξίωμά τους και προέβησαν στην εξαίρεση της Φάιφ, της μίας από τις δύο μεγαλύτερες περιοχές της χώρας. Αφού καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια βάσει του καταστατικού για ενότητα, η επαναστατική πλειοψηφία αναγκάστηκε να δημιουργήσει το συνδικάτο των Ενωμένων Εργατών Ορυχείων Σκοτίας. Ομοίως, στη Γαλλία η CGTU ή Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (επαναστατική) δημιουργήθηκε στα τέλη του 1921, αφού οι επαναστάτες συνδικαλιστές απέσπασαν την πλειοψηφία που προέβλεπε το καταστατικό στην παλιά Συνομοσπονδία Εργασίας και η παλιά ρεφορμιστική ηγεσία προχώρησε σε μια σειρά διαγραφές, για να μετατρέψει αυτή την πλειοψηφία σε μειοψηφία. Στο συνέδριο ίδρυσης της CGTU παραβρέθηκε η πλειοψηφία (1.564) των συνδικάτων που ανήκαν στην παλιά CGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας).
Την ευθύνη της διάσπασης φέρουν οι ρεφορμιστές. Ο στόχος της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή η διάσπαση των συνδικάτων για να διατηρήσει την κυριαρχία της, εκφράστηκε ξεκάθαρα από τον εκπρόσωπο του Γενικού Συμβουλίου στο Συνέδριο των Συνδικάτων το 1926, με τη στήριξη του Γενικού Συμβουλίου στην απαγόρευση προσχώρησης των συμβουλίων των συνδικάτων στο Κίνημα της Μειοψηφίας: «Αν το Συμβούλιο είχε συμφωνήσει σε αυτή την προσχώρηση, μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα το Κίνημα της Μειοψηφίας θα είχε την πλειοψηφία»16. Ετσι λοιπόν, η ρεφορμιστική ηγεσία υιοθέτησε την πολιτική της καταστροφής των συνδικάτων με σκοπό να μη μετατραπεί η επαναστατική μειοψηφία σε πλειοψηφία και γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποίησε διάφορα μέσα προπαγάνδας και πειθούς, όπως προέβλεπε το καταστατικό. Ο ίδιος ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εργατών Ορυχείων στο Συνέδριο των Συνδικάτων στο Σουόνσι το 1928 έκανε γνωστό πόσο μακριά είχαν την πρόθεση να φτάσουν με αυτή την πολιτική αναφέροντας: «Γίνεται λόγος για διάλυση του κινήματος. Εγώ θα προτιμούσα να έχω 50 έντιμους άντρες παρά 500 απομιμήσεις. Και αν χρειαστεί να διαλύσω το κίνημα ολοκληρωτικά, είμαι έτοιμος να το κάνω». Δηλαδή η ρεφορμιστική ηγεσία είναι έτοιμη να «διαλύσει το κίνημα ολοκληρωτικά», μειώνοντας τα μέλη στο 1/10 και εξοβελίζοντας τα 9/10, παρά να δεχτεί την ετυμηγορία μιας επαναστατικής πλειοψηφίας. Αυτό ρίχνει φως στην εργατική και σοσιαλδημοκρατική αντίληψη της «δημοκρατίας», μιας αρχής που χρησιμοποιείται συχνά ως αιτία αντιπαράθεσης με το ενιαίο μέτωπο.
Ομοίως, ο αντιπρόσωπος του Συνεδρίου των Συνδικάτων στην Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας το 1927, ο Σέργουντ από τους Γενικούς και Δημοτικούς Υπαλλήλους, μιλώντας σε συνέδριο στο Λος Αντζελες, είπε: «Κλάδοι της οργάνωσής μας στο Λονδίνο, με δύναμη πάνω από 15.000 εργάτες, αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τις οδηγίες του Γενικού Συμβουλίου. Ετσι λοιπόν, κύριε Πρόεδρε, απλά διαλύσαμε τους κλάδους… Είχαμε στο Γενικό Συμβούλιο δύο άντρες αντιπροσώπους από μεγάλες περιοχές της χώρας μας, οι οποίοι έπαιρναν μέρος σε συναντήσεις της Μειοψηφίας και τους είπαμε: “Υπογράψτε δήλωση, αλλιώς φύγετε”. Ε, αναγκάστηκαν να φύγουν».
Οι εικόνες που σκιαγραφούνται εδώ πάρθηκαν εσκεμμένα από το βρετανικό συνδικαλισμό, όπου η διαδικασία εφαρμόστηκε μόλις τελευταία και με τον πιο αργό ρυθμό. Θα μπορούσαν να παραλληλιστούν με την πολύ πιο έντονη μορφή τους στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ. Στη Γερμανία συγκεκριμένα, όπου το επαναστατικό κίνημα ήταν πιο δυνατό, η πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας να διαλύσει τα συνδικάτα με μαζικές διαγραφές, προκειμένου να διατηρήσει τον έλεγχο, έφτασε σε ακραίο σημείο κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποδιοργάνωση της εργατικής τάξης και στο άνοιγμα του δρόμου για τη νίκη του φασισμού. Αυτό εφαρμόστηκε παράλληλα με τη γενική πολιτική της απόρριψης ενός ενιαίου μετώπου.
Παραμένει ακόμα το ερώτημα αν ο κομμουνισμός στη Γερμανία, όπως αναφέρεται μερικές φορές από τους κριτικούς, έδωσε υπερβολική έμφαση στην πολιτική του «ενιαίου μετώπου από τα κάτω», δηλαδή στο κάλεσμα σε σοσιαλδημοκρατικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις χαμηλότερων βαθμίδων και γενικά στους οργανωμένους και ανοργάνωτους εργάτες να ενωθούν σε ενιαίο μέτωπο απέναντι στο φασισμό. Μόνο τα δύο τελευταία χρόνια, από τον Απρίλη του 1932 και ιδιαίτερα από την αποπομπή της κυβέρνησης Μπράουν-Σίβερινγκ τον Ιούλη του 1932, ανέπτυξε παράλληλα με αυτή την πολιτική και την πολιτική του «ενιαίου μετώπου από τα πάνω», δηλαδή το άμεσο κάλεσμα από κόμμα σε κόμμα. Η κριτική για τη γραμμή αυτή οφείλεται στην έλλειψη κατανόησης των συνθηκών. Η πολιτική του ενιαίου μετώπου από τα πάνω, παράλληλα με το ενιαίο μέτωπο από τα κάτω, ποτέ δεν αποκλείστηκε επί της ουσίας από την Κομμουνιστική Διεθνή και εφαρμόστηκε επανειλημμένα όταν δίνονταν κατάλληλες ευκαιρίες. Ομως έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες στις διαφορετικές περιόδους και καταστάσεις. Οταν ο σοσιαλδημοκράτης Σίβερινγκ ως υπουργός Εσωτερικών χτύπησε τις κινητοποιήσεις της Πρωτομαγιάς το 1929, ήταν εντελώς ανούσιο να απευθυνθεί κάλεσμα στην ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος για ενιαίο μέτωπο ενάντια στην επίθεση στους εργάτες. Ετσι, μετά την αποπομπή της κυβέρνησης Μπράουν-Σίβερινγκ από το Φον Πάπεν, αμέσως μόλις δόθηκε η ευκαιρία, το Κομμουνιστικό Κόμμα έκανε απευθείας πρόταση για ενιαίο μέτωπο στα στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και της Γενικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας. Οι φορείς αυτοί απέρριψαν την πρόταση για ενιαίο μέτωπο επισφραγίζοντας τη νίκη του φασισμού.
Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ
Καθώς ο καπιταλισμός εξελίσσεται σε όλο και πιο φασιστικές μορφές, η σοσιαλδημοκρατία, που είναι η σκιά του καπιταλισμού, περνάει αναγκαστικά από την αντίστοιχη διαδικασία προσαρμογής. Αυτή η διαδικασία «φασιστοποίησης» της σοσιαλδημοκρατίας εκδηλώνεται με την αυξανόμενη στήριξη ανοιχτών μορφών δικτατορίας (Μπρούνινγκ, Εξουσία Εκτακτης Ανάγκης, Αυταρχική Εξουσία στην Ινδία «Ordinance rule»), τη χρήση ένοπλης βίας ενάντια στους εργάτες, όχι μόνο κατά τον εμφύλιο πόλεμο, όπως στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αλλά και ενάντια σε άοπλους εργάτες σε συνθήκες ειρήνης (Βερολίνο 1929, Ινδία υπό τη δεύτερη Εργατική Κυβέρνηση), με αυξανόμενη καταστολή της δημοκρατίας στις οργανώσεις της εργατικής τάξης. Η διαδικασία της προσαρμογής δεν τελειώνει με την ολοκληρωτική νίκη της φασιστικής δικτατορίας, αντίθετα, παίρνει ακόμα πιο ακραίες μορφές. Ηδη από την εποχή του πολέμου έχουμε μια σειρά από παραδείγματα ανοιχτής συμμαχίας της σοσιαλδημοκρατίας με Λευκές Κυβερνήσεις αντεπαναστατικής τρομοκρατίας ενάντια στην εργατική τάξη, που καταγράφηκαν από χώρα σε χώρα και σήμερα εξελίχθηκαν σε φασιστικές μορφές.
Στην Ουγγαρία, υπό το καθεστώς της Λευκής Τρομοκρατίας, η σοσιαλδημοκρατία υπέγραψε Συνθήκη Συμμαχίας με τη Λευκή Κυβέρνηση. Η Συνθήκη αυτή υπεγράφη στις 22 Δεκέμβρη 1921 ανάμεσα στον Πρωθυπουργό Μπεθλέν και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα που προσχώρησε στη Δεύτερη Διεθνή. Οι όροι της Συνθήκης προέβλεπαν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα να θεωρεί το γενικότερο συμφέρον του έθνους εξίσου σημαντικό με το συμφέρον της εργατικής τάξης. Σχετικά με την εξωτερική πολιτική, το Ουγγρικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα όφειλε να πραγματοποιεί ενεργή προπαγάνδα υπέρ της Ουγγαρίας στους αρχηγούς των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, στις ξένες κυβερνήσεις κτλ. Γι’ αυτό το σκοπό έπρεπε να συνεργαστεί με το ουγγρικό Υπουργείο Εξωτερικών… να υιοθετήσει τη θέση των Μαγυάρων… πριν απ’ όλα στο όργανό του, την εφημερίδα Nepszava, να υιοθετήσει μια αμερόληπτη στάση και να εκδηλώνει πίστη στη συνεργασία με την αστική κοινωνία. Οσον αφορά την εσωτερική πολιτική, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα όφειλε να «συνεργαστεί με τις αστικές τάξεις σε οικονομικό επίπεδο», να εμποδίσει απεργίες, να μη διεξάγει «δημοκρατική προπαγάνδα» και «να μην κάνει αγκιτάτσια στους εργάτες γης». Η Συνθήκη έκλεινε με τη δέσμευση: Οι εκπρόσωποι του Ουγγρικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος δηλώνουν σύμφωνοι με τις επιθυμίες που εξέφρασε ο Πρωθυπουργός σχετικά με την εξωτερική και εσωτερική πολιτική και διαβεβαιώνουν ότι από μέρους τους θα τις εκπληρώσουν. Ορίζουν έναν αντιπρόσωπο που θα διατηρεί επαφή με το Υπουργείο Εξωτερικών. Σε αντάλλαγμα για την εν λόγω Συνθήκη, η σοσιαλδημοκρατία τέθηκε επίσημα υπό την προστασία της Λευκής Κυβέρνησης, ενώ ο κομμουνισμός υπέστη σφοδρή καταστολή.
Οταν οι όροι της Συνθήκης γνωστοποιήθηκαν τρία χρόνια αργότερα, ξέσπασε σκάνδαλο, οδηγώντας έως και σε σύσταση διερευνητικής επιτροπής στη Δεύτερη Διεθνή. Η διερευνητική επιτροπή υπό τον Κάουτσκι το 1925 κατέληξε σε ετυμηγορία που παρείχε απόλυτη συγκάλυψη, αναγνώριζε «καλή πίστη» στους ούγγρους σοσιαλδημοκράτες και αποδεχόταν τη διαβεβαίωσή τους ότι η Συνθήκη δε θα ίσχυε πια. Το ουγγρικό ημικυβερνητικό όργανο, η εφημερίδα Neues Pester Journal σχολίασε στο φύλλο την 1η Γενάρη του 1925 ότι: «Η Συνθήκη δεν περιλαμβάνει κάτι που ένα οποιοδήποτε Σοσιαλιστικό κόμμα στον κόσμο -αν εξαιρέσουμε την Τρίτη Διεθνή- δε θα αναγνώριζε ή τουλάχιστον δεν θα εφάρμοζε με τη στάση του…».
Η Συνθήκη τηρήθηκε πλήρως και οι δύο πλευρές ανταποκρίθηκαν έντιμα στους όρους της. Το αστικό όργανο έχει δίκιο. Η Συνθήκη ανάμεσα στον Μπεθλέν και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είναι ιδιόμορφη μόνο επειδή θεσπίζει γραπτώς τη στάση όλων των Εργατικών και Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, ανεξάρτητα από το επίσημο πρόγραμμά τους. Ετσι, οι βασικές αρχές του φασισμού και το «Εργατικό Μέτωπό» του από πολλές απόψεις προϋπήρχαν της σοσιαλδημοκρατίας.
Η Βουλγαρία μας δίνει ένα ακόμα παράδειγμα της ίδιας διαδικασίας. Οι εκλογές του 1923 είχαν ως αποτέλεσμα 437.000 ψήφους για το μαχητικό Αγροτικό Κόμμα υπό το Σταμπολίισκι, 252.000 για το Κομμουνιστικό Κόμμα, 219.000 ψήφους για το Αστικό Μπλοκ και 40.000 για τους Σοσιαλδημοκράτες.
Η κυβέρνηση Σταμπουλίισκι διεξήγαγε ένα πρόγραμμα αγροτικών μεταρρυθμίσεων, κατήγγειλε και δίκασε τους πρώην υπουργούς του πολέμου και προχώρησε σε επιπλέον μέτρα που έκαναν τα αντιδραστικά κόμματα να δυσανασχετήσουν.
Τα αντιδραστικά κόμματα τον Ιούνη του 1923 πραγματοποίησαν στρατιωτικό πραξικόπημα, οργανωμένο από αξιωματικούς του στρατού, ανέτρεψαν την κυβέρνηση του Αγροτικού Κόμματος δια της βίας και δολοφόνησαν τον πρωθυπουργό Σταμπουλίισκι. Σε αυτή τη βάση δημιουργήθηκε το καθεστώς της Λευκής Τρομοκρατίας του χασάπη Τσάνκοφ, υπό τον οποίο, σύμφωνα με δήλωση του προέδρου της Δεύτερης Διεθνούς, Βαντερβέλντε, 16.000 Βούλγαροι εργάτες και αγρότες δολοφονήθηκαν σε διάστημα 18 μηνών (Humanité, 18 Μάη 1925). Στην κυβέρνηση του Τσάνκοφ της Λευκής Τρομοκρατίας, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που είχε προσχωρήσει στη Δεύτερη Διεθνή, είχε επίσημη εκπροσώπηση. Ο υπουργός του, Κασάσοφ, κάθισε πλάι στους αντιπροσώπους της φασιστικής «Λίγκας των Αξιωματικών» και των αστικών κομμάτων.
Στην Πολωνία το 1926 το πραξικόπημα του Πιλσούντσκι, που ανέτρεψε την κοινοβουλευτική δημοκρατία και εγκαθίδρυσε ένα είδος φασιστικής δικτατορίας, πραγματοποιήθηκε με τη στήριξη του Πολωνικού Σοσιαλιστικού κόμματος, τμήματος της Δεύτερης Διεθνούς. Ο αντιπρόσωπός του, ο Μοραζέβσκι, πήρε μέρος στην κυβέρνηση Πιλσούντσκι.
Στην Ισπανία, η δικτατορία του Πρίμο ντε Ριβέρα προσέφερε προστασία στο Ισπανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και στη ρεφορμιστική Γενική Ενωση Εργασίας, ενώ ταυτόχρονα κατέστειλε το επαναστατικό εργατικό κίνημα, έριξε στη φυλακή τους επαναστάτες ηγέτες και όρισε το ρεφορμιστή ηγέτη Καμπαγιέρο ως ανακτοσύμβουλο.
Στην Ιταλία ο Ντ’ Αραγόνα και η ρεφορμιστική ηγεσία της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας τέθηκαν στην υπηρεσία του Μουσολίνι και ανακοίνωσαν τη διάλυση της Συνομοσπονδίας το 1926. Στην Αυστρία, η δικτατορία του Ντόλφους οικοδομήθηκε βήμα-βήμα με την παθητική στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας ως το «μικρότερο κακό» σε σχέση με τους Ναζί. Στις αρχές του 1934, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα πρόσφερε ανοιχτή συμμαχία στον Ντόλφους, την ίδια στιγμή που η επίθεση της κυβέρνησης στρεφόταν ενάντια στις οργανώσεις του και στον Τύπο. Ακόμα κι όταν οι εργάτες αποφάσισαν τελικά τον ηρωικό τους αγώνα, με την απόφαση αυτή αντιτάχθηκαν σε ρητή διαταγή του Κόμματος που, ακόμα και την παραμονή του αγώνα, έστελνε επείγοντα μηνύματα υποταγής και εξέφραζε στον Ντόλφους την ετοιμότητά του να δεχτεί μια δικτατορία λόγω επείγουσας κατάστασης και ένα είδος Εταιρικού Κράτους.
Στην Τσεχοσλοβακία το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα συμμετείχε στην κυβέρνηση συνασπισμού όλων των αστικών κομμάτων, που το 1933 κατέπνιξε τον κομμουνιστικό Τύπο και προετοίμασε συνθήκες σκληρής δικτατορίας.
Ως προς την Ιαπωνία, το όργανο του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος Forward στις 20 Μάρτη 1930, σε άρθρο με τίτλο «Οι Εργατικοί στην Ιαπωνία», αναφερόταν με ικανοποίηση στην ακόλουθη κατάσταση: «σχετικά με τις εκλογές μια πρώτη εντύπωση είναι ότι δόθηκε στα προλεταριακά κόμματα ένα πολύ πιο δίκαιο πεδίο από πριν. Είναι αλήθεια ότι από τις τελευταίες εκλογές έγιναν δύο σημαντικές συλλήψεις από την αστυνομία των λεγόμενων επικίνδυνων στοχαστών. Αυτό θα μπορούσεσε να οδηγήσει σε αποδυνάμωση, αλλά μάλλον ισχύει το αντίθετο. Σε όσους απέμειναν, δόθηκε επίσημη σφραγίδα ότι αποδεσμεύτηκαν από τον κομμουνισμό. Δεν υπάρχει πλέον το φόβητρο, που θα τρομάξει τους μελλοντικούς υποστηρικτές». Η «επίσημη σφραγίδα» στη σοσιαλδημοκρατία από μια ακραία αντιδραστική στρατιωτική κυβέρνηση, η οποία καταστέλλει άγρια τον κομμουνισμό με δεκάδες χιλιάδες συλλήψεις, εκλαμβάνεται με ιδιαίτερη εκτίμηση από το όργανο του Βρετανικού Εργατικού κόμματος ως ευτυχές πλεονέκτημα. Λίγο καιρό μετά, την άνοιξη του 1932, η ηγεσία αυτού του Ιαπωνικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, με επικεφαλής το γραμματέα Ακαμάτσου και τη μισή Εκτελεστική Επιτροπή, εξελίχθηκε ανοιχτά και μετατράπηκε σε δεδηλωμένο φασιστικό «Εθνοσοσιαλιστικό Κόμμα».
Η σοσιαλδημοκρατία έδειξε λοιπόν σε όλο τον κόσμο ότι είναι έτοιμη να προσαρμοστεί και να συμμαχήσει με οποιαδήποτε κυβέρνηση αντεπαναστατική, Λευκής Τρομοκρατίας και φασιστική, ακόμα και να προσχωρήσει άμεσα σε μια τέτοια κυβέρνηση. Οπου η σοσιαλδημοκρατία δεν έγινε δεκτή σε μια ανοιχτή συμμαχία, αναγκάστηκε να παίξει το ρόλο της ως διασπαστής της εργατικής τάξης με τη μορφή της αντιπολίτευσης. Αυτό δε σημαίνει πως η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας δεν εξάντλησε από την πλευρά της όλα τα περιθώρια στην προσπάθεια να γίνει αποδεκτή στον κύκλο που έχαιρε της προστασίας του φασισμού. Το πιο σημαντικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας ήταν η Γερμανία. Η σημασία της γερμανικής εμπειρίας εξετάσθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Το ότι ο γερμανικός φασισμός απέρριψε τις προσφορές και τα παρακάλια της σοσιαλδημοκρατίας για ανοιχτή συμμαχία οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είχε καμία εμπιστοσύνη σε οποιασδήποτε μορφή οργάνωσης των εργαζομένων, όσο υποτακτική κι αν ήταν η ηγεσία, αν δεν είχε τον άμεσο έλεγχο. Δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στη δύναμη μιας σοσιαλδημοκρατίας που θα μπορούσε να διατηρήσει τον έλεγχό της στους εργάτες, γιατί ήταν αποφασισμένος να καταλάβει μόνος του όλες τις θέσεις του μηχανισμού και να μην επιτρέψει άλλες μορφές οργάνωσης.
Ετσι, ο ρόλος των υπολειμμάτων της σοσιαλδημοκρατίας είναι να συνεχίσουν στην πράξη, υπό καθεστώς πλήρους φασιστικής δικτατορίας, τη διάσπαση του μετώπου της εργατικής τάξης με άλλες μορφές, την ανάπτυξη του αγώνα ενάντια στο Ενιαίο Μέτωπο και στον Κομμουνισμό, τη σύγχυση του επαναστατικού αγώνα με τον παραπλανητικό στόχο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που κατέστησε δυνατή τη νίκη του φασισμού. Να είναι έτοιμη, ώστε σε περίπτωση εξασθένισης της φασιστικής δικτατορίας και εξάπλωσης της επίθεσης της εργατικής τάξης, να σώσει τον καπιταλισμό και το αστικό κράτος -όπως το 1918- από την επανάσταση της εργατικής τάξης. Με αυτό τον τρόπο η σοσιαλδημοκρατία παραμένει, ακόμα και σε καθεστώς πλήρους δικτατορίας, το κύριο στήριγμα της αστικής τάξης στην εργατική τάξη.
Η κατάρρευση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας έφερε κρίση στη Δεύτερη Διεθνή. Πολλοί εργάτες που ακολούθησαν την ηγεσία της άρχισαν να ανοίγουν τα μάτια τους στην πραγματικότητα του αγώνα και να στρέφονται όλο και περισσότερο στον κομμουνισμό και στη γραμμή του Ενιαίου Μετώπου. Η επίπτωση όμως της κρίσης στα κυρίαρχα στρώματα ήταν η επίσπευση της «φασιστοποίησης». Δόθηκε τότε το σύνθημα για συσπείρωση στη βάση της «δημοκρατίας», δηλαδή στη βάση του υπάρχοντος καπιταλιστικού κράτους.
Ετσι λοιπόν εξαγγέλθηκε η γραμμή: ακόμα πιο άγρια καταπολέμηση του Ενιαίου Μετώπου της εργατικής τάξης, ενδυνάμωση της εξουσίας του κράτους ακόμα και με «επείγουσες» μορφές, αν χρειαζόταν. Ενότητα με τα «μετριοπαθή» στοιχεία της αστικής τάξης, μέσω της δημιουργίας αριστερών μπλοκ και κυβερνήσεων συνασπισμού για τη διάσωση του κράτους, ακόμα και στήριξη της πολεμικής προπαγάνδας της αστικής τάξης στο όνομα της «δημοκρατίας».
Η πολιτική του Συνασπισμού της Αριστεράς στη Γαλλία, η ανοχή του Ντόλφους στην Αυστρία, η πολιτική Συνασπισμού στην Τσεχοσλοβακία, η στήριξη του Ρούζβελτ από ηγέτες των ρεφορμιστών στη Βρετανία και την Αμερική, αποτυπώνουν αυτή τη γραμμή. Δημιουργήθηκε μια σχολή με ολοένα αυξανόμενη επιρροή που διδασκόταν από το φασισμό την ανάγκη περισσότερης συγκέντρωσης σε «εθνική» παρά σε διεθνή βάση, την εγκατάλειψη της ιδέας της κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη και το ανοιχτό κάλεσμα κύρια προς τα μικροαστικά στρώματα, επιδιώκοντας την οικοδόμηση ενός «ισχυρού, αυταρχικού κράτος» σε συνθήκες κρίσης. Αυτές οι ιδέες εκφράστηκαν ανοιχτά από το «νέο-σοσιαλισμό» στη Γαλλία.
Μια παρόμοια τάση προέβαλε η Σοσιαλιστική Λίγκα, πτέρυγα της ηγεσίας του Εργατικού Κόμματος, που επίσης υπέβαλε προτάσεις για μια σκληρή δικτατορία μέσα στο καπιταλιστικό κράτος. Είναι προφανές ότι όλη αυτή η γραμμή της προπαγάνδας επί της ουσίας παρεμβαίνει και βοηθάει στην περαιτέρω εξέλιξη του καπιταλισμού σε φασιστικές μορφές σε όλα τα σύγχρονα κράτη.
Η αφετηρία και η «πηγή» της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας (μετά το 1914) είναι η ιδέα της συνεργασίας με τους καπιταλιστές και το καπιταλιστικό κράτος. Αυτή η γραμμή παρουσιάζεται ως ασφαλής, ειρηνική, αρμονική, «δημοκρατική» πορεία προς το σοσιαλισμό σε αντίθεση με τους κινδύνους και την καταστροφή που έχει το μονοπάτι της βίαιης επανάστασης. Η συνολική εμπειρία από το 1914 έως το 1933 έδειξε με εξαιρετική ευκρίνεια ότι η γραμμή αυτή δεν οδηγεί ούτε στο σοσιαλισμό ούτε έχει ειρηνική εξέλιξη ούτε καν στη διατήρηση των δημοκρατικών μορφών στην πιο στενή έννοιά τους, αλλά σε κατάφωρη βία ενάντια στην εργατική τάξη, σε δυνάμωμα της καπιταλιστικής δικτατορίας και, στο αποκορύφωμά της, στη νίκη του φασισμού, του ιμπεριαλιστικού πολέμου και όλων των καταστροφικών δυνάμεων, από τις οποίες μόνο η προλεταριακή επανάσταση μπορεί να σώσει τον κόσμο. Αυτό είναι το δίδαγμα από το κεφάλαιο της «Σοσιαλδημοκρατίας» (πιο σωστά, του Σοσιαλιμπεριαλισμού ή Σοσιαλφασισμού) στην ιστορία της εργατικής τάξης, ένα κεφάλαιο που τείνει προς το τέλος του.
ΣHMEIΩΣEIΣ:
* Το κείμενο αποτελεί το 8ο κεφάλαιο του βιβλίου του Ρ. Π. Ντουτ, με τίτλο: «Φασισμός και Κοινωνική Επανάσταση» (1934), το οποίο δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά.
Ρατζανί Πάλμε Ντουτ (1886-1974): Στέλεχος του ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Διετέλεσε ΓΓ του ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας το διάστημα 1939-1941.
Ρατζανί Πάλμε Ντουτ (1886-1974): Στέλεχος του ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Διετέλεσε ΓΓ του ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας το διάστημα 1939-1941.
1. Οι αριστεροί σοσιαλδημοκράτες λένε συχνά για τον κομμουνισμό: «Εχουμε τους ίδιους στόχους, διαφέρουμε μόνο στις μεθόδους». Θα ήταν πιο σωστό να πούμε για τη σοσιαλδημοκρατία και το φασισμό: «Εχουν τους ίδιους στόχους (τη διάσωση του καπιταλισμού από την επανάσταση της εργατικής τάξης), διαφέρουν μόνο στις μεθόδους».
2. «Βασικοί παράγοντες της παρούσας διεθνούς κατάστασης», Κομμουνιστική Διεθνής, Νο 6, αγγλική έκδοση, 1924.
3. Σ.μ.: Ενδέχεται να αναφέρεται σε αγκιτάτσια (agitation: αναταραχή, αγκιτάτσια) στο ναυτικό, διότι ο Χάιντμαν μιλούσε για γερμανικό κίνδυνο και δικαιολογούσε τους θαλάσσιους εξοπλισμούς της Αγγλίας.
4. Σ.μ.: Αγγλική παραλλαγή της θεωρίας της βιομηχανικής ειρήνης. Ο Αλφρέντ Μοντ ήταν ένας από τους θεμελιωτές της.
5. Ου. Μ. Σιτρίν: «Συνδικαλισμός - οχυρό ενάντια στο χάος», Reynold’s News, 4 Σεπτέμβρη 1932.
6. Αρθρο από τους Times, «Ο κώδικας κυκλοφορίας του Λονδίνου», 1 Δεκέμβρη 1932.
7. Le Peuple, 7 Μάη, 1932.
8. Republique Sociale, 15 Νοέμβρη 1928.
9. Μουσολίνι, Popolo d' Italia, 22 Μάη 1921.
10. Περιοδικό «Times», 11 Δεκέμβρη 1924.
11. Περιοδικό «Times», 13 Δεκέμβρη 1924.
12. Περιοδικό «Socialist Review», Ιούνης 1926.
13. Τζόινσον Χικς, επιστολή προς τη Συντηρητική Ενωση του Τουίκενχαμ, 14 Αυγούστου 1926.
14. Συγκρίνετε τη δήλωση του πρώτου Βρετανού Εργατικού Πρωθυπουργού Μακ Ντόναλντ, σχετικά με την πλαστή επιστολή του Ζινόβιεφ του 1924: «Ποιος στάθηκε ενάντια στον Μπολσεβικισμό; Οι φιλελεύθεροι δεν συνέβαλαν καθόλου, οι συντηρητικοί καθόλου… Ολη η δουλειά έγινε από συνδικαλιστικά στελέχη και στελέχη Εργατικών κομμάτων».
15. Μνημόνιο Μπράουν-Σίβερινγκ στο Χίντενμπουργκ, διαμαρτυρία για την καθαίρεση, B. Z. am Mittag, 19 Ιούλη 1932.
16. Α. Κόνλεϊ, Γενικό Συμβούλιο, Συνέδριο των Συνδικάτων στο Μπόρνμουθ, 1926, Daily Herald report, 8 Σεπτέμβρη 1926.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)