Η διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ
για τα 100χρονα της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης
Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ τιμά τα 100 χρόνια της μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Τιμά το κορυφαίο κοσμοϊστορικό γεγονός του 20ού αιώνα που απέδειξε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ανίκητος, ότι μπορούμε να οικοδομήσουμε μια ανώτερη οργάνωση της κοινωνίας, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Η Οχτωβριανή Επανάσταση φώτισε τη δύναμη της επαναστατικής ταξικής πάλης, τη δύναμη των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων, όταν βγαίνουν ορμητικά στο προσκήνιο και γυρίζουν τον τροχό της Ιστορίας μπροστά, προς την κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης. Μέσα στον ιστορικό χρόνο, αποτέλεσε τη συνέχεια των εξεγέρσεων των δούλων, των χωρικών του Μεσαίωνα, των αστικών επαναστάσεων, αλλά ταυτόχρονα και την κορύφωση και την υπέρβασή τους, αφού για πρώτη φορά τέθηκε ως στόχος της επανάστασης η κατάργηση της ταξικής, εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Σαράντα έξι χρόνια μετά την «έφοδο στους ουρανούς» της ηρωικής Παρισινής Κομμούνας, η ρωσική εργατική τάξη με την Οχτωβριανή Επανάσταση ήρθε να ενσαρκώσει το όραμα εκατομμυρίων εργατικών - λαϊκών μαζών για μια καλύτερη ζωή.
Η Οχτωβριανή Επανάσταση απέδειξε την ορθότητα της λενινιστικής σκέψης ότι η νίκη του σοσιαλισμού είναι δυνατή σε μια χώρα ή σε ομάδα χωρών, ως συνέπεια της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού.
Ο Οχτώβρης του 1917 ήταν γεγονός παγκόσμιας και διαχρονικής σημασίας. Επιβεβαίωσε τη δυνατότητα της εργατικής τάξης (ως κοινωνικής δύναμης που μπορεί και πρέπει να ηγηθεί στον επαναστατικό αγώνα, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, ανασφάλεια, φτώχεια, ανεργία και πολέμους) να εκπληρώσει την ιστορική της αποστολή. Επιβεβαίωσε, επίσης, ότι η πραγματοποίηση της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης δεν καθορίζεται από το ποσοστό της στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, αλλά από το γεγονός ότι είναι ο φορέας των νέων σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Ταυτόχρονα, ο Οχτώβρης ανέδειξε τον αναντικατάστατο ρόλο της πολιτικής επαναστατικής πρωτοπορίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος, ως καθοδηγητικού παράγοντα όχι μόνο της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά και όλης της πάλης για τη διαμόρφωση, ισχυροποίηση, τελική νίκη της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας.
Η φλόγα του Οχτώβρη οδήγησε και επιτάχυνε την ίδρυση μιας σειράς Κομμουνιστικών Κομμάτων, επαναστατικών εργατικών κομμάτων νέου τύπου, στον αντίποδα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της εποχής εκείνης, τα οποία είχαν προδώσει την εργατική τάξη και την επαναστατική πολιτική, επιλέγοντας τον δρόμο της ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος κάτω απ' τη σημαία της αστικής τάξης καθώς και τη στήριξη της ιμπεριαλιστικής στρατιωτικής επίθεσης σε βάρος του νεαρού εργατικού κράτους στη Ρωσία.
Η νικηφόρα Οχτωβριανή Επανάσταση αποτέλεσε συνέχεια όλων των προηγούμενων εργατικών εξεγέρσεων και άνοιξε τον δρόμο για το ιστορικό πέρασμα της ανθρωπότητας «απ' το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας». Συνοψίζοντας την ιστορική σημασία της, ο Λένιν έγραψε:
«Εμείς αρχίσαμε αυτό το έργο. Πότε ακριβώς, σε πόσο χρονικό διάστημα, οι προλετάριοι ποιανού έθνους θα αποτελειώσουν το έργο αυτό δεν είναι το ουσιαστικό ζήτημα. Το ουσιαστικό είναι ότι ο πάγος έσπασε, ο δρόμος άνοιξε, ότι ο δρόμος χαράχτηκε».
Τα διδάγματα του Οχτώβρη έχουν ιδιαίτερη σημασία σήμερα που ο τροχός της Ιστορίας φαίνεται να κινείται προς τα πίσω, σήμερα που το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε συνθήκες κρίσης και υποχώρησης, σήμερα που οι μακρόχρονες συνέπειες της αντεπανάστασης (στις αρχές της δεκαετίας του '90) ενισχύουν τη λαθεμένη αντίληψη πολλών εργαζομένων ότι δεν υπάρχει εναλλακτική διέξοδος από τον καπιταλισμό.
Η ίδια η ιστορική εξέλιξη βοηθά να αποκαλύψουμε την αστική προπαγάνδα ότι ήταν ουτοπικός ο χαρακτήρας του σοσιαλιστικού - κομμουνιστικού εγχειρήματος. Κανένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα στην Ιστορία της ανθρωπότητας δεν εδραιώθηκε μια κι έξω, με μια ευθύγραμμη πορεία από νίκες εκείνων των ταξικών δυνάμεων που ήταν κάθε φορά οι φορείς της κοινωνικής προόδου. Μετά τη μεγάλη εξέγερση των δούλων, ο Σπάρτακος σταυρώθηκε, αλλά η δουλεία ξεπεράστηκε ιστορικά. Μετά τη γαλλική αστική επανάσταση του 1789, ο Ροβεσπιέρος καρατομήθηκε, όμως η φεουδαρχία δεν είχε πλέον μέλλον.
Η αστική τάξη σκόπιμα αποσιωπά ότι χρειάστηκε περίπου 4 αιώνες για να εδραιωθεί στην εξουσία. Χρειάστηκε κάποιους αιώνες, από τα πρώτα σκιρτήματα της αστικής τάξης τον 14ο αιώνα στις εμπορικές πόλεις της Βόρειας Ιταλίας, μέχρι τις αστικές επαναστάσεις του 18ου και του 19ου αιώνα, έως ότου αναπτυχθούν οι καπιταλιστικές σχέσεις σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να καταφέρει η ίδια να επιβάλει την πλήρη κατάργηση των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής. Οι πολιτικές ήττες που υπέστη η αστική τάξη αυτήν την περίοδο δεν αναιρούν το γεγονός ότι ήταν ιστορικά αναγκαίο οι ξεπερασμένες σχέσεις παραγωγής ανάμεσα στον φεουδάρχη και τον δουλοπάροικο να αντικατασταθούν από τις αστικές σχέσεις ανάμεσα στον καπιταλιστή και τον εργάτη.
Μάταια οι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης ισχυρίζονται ότι ο καπιταλισμός είναι αναντικατάστατος, αιώνιος και ότι η επαναστατική ταξική πάλη δεν αποτελεί πλέον μοχλό της ιστορικής εξέλιξης.
Η, για δεκαετίες, ύπαρξη και οι επιτυχίες της σοσιαλιστικής κοινωνίας, την οποία εγκαινίασε η Οχτωβριανή Επανάσταση, απέδειξε ότι είναι εφικτή μια κοινωνία χωρίς αφεντικά, χωρίς καπιταλιστές που έχουν στην ιδιοκτησία τους τα μέσα παραγωγής. Αυτό το συμπέρασμα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι σε αυτήν τη συγκεκριμένη περίοδο δεν κατόρθωσε οριστικά να νικήσει την καπιταλιστική ιδιοκτησία και το καπιταλιστικό κέρδος.
Ο σοσιαλισμός παραμένει αναγκαίος, επίκαιρος και ρεαλιστικός
Η αναγκαιότητα και η επικαιρότητα του σοσιαλισμού, η δυνατότητα κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής πηγάζουν από την καπιταλιστική εξέλιξη που οδηγεί στη συγκεντρωμένη παραγωγή. Καπιταλιστική ιδιοκτησία σημαίνει φρένο στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Η καπιταλιστική ιδιοκτησία ακυρώνει τη δυνατότητα να ζήσουν όλοι οι εργαζόμενοι σε κοινωνικά οργανωμένες καλύτερες συνθήκες που να ανταποκρίνονται στις αυξανόμενες ανθρώπινες ανάγκες: Να έχουν όλοι δουλειά χωρίς τον εφιάλτη της ανεργίας, να εργάζονται λιγότερες ώρες απολαμβάνοντας καλύτερο επίπεδο ζωής, με υψηλού επιπέδου αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν Παιδεία και αντίστοιχες υπηρεσίες Υγείας, Πρόνοιας.
Αυτές τις δυνατότητες τις γεννά η εργατική τάξη με τη δουλειά της μέσα στον καπιταλισμό, τις διευρύνει η ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας. Όμως, σε μια κοινωνία όπου το τι και πώς θα παραχθεί καθορίζεται με γνώμονα το ατομικό, το καπιταλιστικό κέρδος, οι ανάγκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων συνθλίβονται. Η ουσία του προβλήματος βρίσκεται στο ότι άλλοι παράγουν και άλλοι αποφασίζουν για τους στόχους και την οργάνωση της παραγωγής. Οι κυκλικές οικονομικές κρίσεις είναι στο DNA του καπιταλισμού και γίνονται όλο και πιο βαθιές και συγχρονισμένες, με συνέπεια να αυξάνεται απότομα η ανεργία, να επεκτείνεται εκ νέου η κακοπληρωμένη και ανασφάλιστη δουλειά, η ζωή με τσακισμένα δικαιώματα, με ιμπεριαλιστικούς πολέμους για το μοίρασμα αγορών και εδαφών.
Η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και ζωής, παρά την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, αφορά ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο και μάλιστα τα πιο αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη. Τα ίδια τα καπιταλιστικά κράτη, τα ερευνητικά τους κέντρα, παραδέχονται ότι μειώνεται το εργατικό εισόδημα, ενώ αυξάνονται τα πλούτη των καπιταλιστών.
Όπως και στις προηγούμενες περιόδους των κοινωνικών ανατροπών, έτσι και σήμερα, αποφασιστικός παράγοντας διάβρωσης της δύναμης του παλιού εκμεταλλευτικού συστήματος είναι πάντα οι εσωτερικές αντιφάσεις του, η όξυνση των αντιθέσεών του. Αυτές δίνουν τη δυνατότητα να αναπτυχθεί, να κλιμακωθεί η ταξική πάλη και να πάρει ανατρεπτικό χαρακτήρα. Σήμερα, στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, οξύνεται η βασική αντίθεση του συστήματος, δηλαδή ενώ έχουν κοινωνικοποιηθεί η εργασία και η παραγωγή σε πρωτοφανή κλίμακα, το μεγαλύτερο μέρος των αποτελεσμάτων τους καρπώνονται οι μέτοχοι των μονοπωλιακών ομίλων. Πρόκειται για μεγαλομετόχους - παράσιτα της οικονομικής ζωής που, ενώ είναι περιττοί για την οργάνωση και τη διεύθυνση της παραγωγής, εκμεταλλεύονται και ξεζουμίζουν την εργατική τάξη. Μέτοχοι που συχνά δεν γνωρίζουν ούτε πού βρίσκονται ούτε τι παράγουν οι όμιλοι των οποίων κατέχουν μετοχές και καρπώνονται τα κέρδη τους.
Παράλληλα με την κυριαρχία των μονοπωλιακών ομίλων ενισχύεται και η τάση προς τη σχετική στασιμότητα, δηλαδή τη στασιμότητα σε σχέση με τις δυνατότητες και τη δυναμική που δημιουργεί το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, σε σχέση με το τι θα μπορούσε να παραχθεί ποσοτικά και ποιοτικά, αν η κοινωνία ξεφορτωνόταν το κέρδος ως κίνητρο παραγωγής. Στοιχεία παρασιτισμού και σχετικής στασιμότητας αποτελούν: Η λεγόμενη ενσωματωμένη αχρήστευση των εμπορευμάτων (η αξιοποίηση των επιστημονικών γνώσεων για περιορισμό της διάρκειας ζωής των προϊόντων), οι περιορισμοί στη διάχυση της τεχνολογίας μέσω των λεγόμενων πατεντών που κατέχουν επιχειρηματικοί όμιλοι, η υποτίμηση για μια χρονική περίοδο της ανάπτυξης τομέων που δεν αποδίδουν επαρκές κέρδος (π.χ. αντισεισμική θωράκιση), η καταστροφή του περιβάλλοντος από την άλογη αξιοποίησή του με κίνητρο το μέγιστο καπιταλιστικό κέρδος, οι τεράστιες δαπάνες επιστημονικής έρευνας για παραγωγή όπλων και μέσων καταστολής κ.λπ.
Σήμερα, ο αρνητικός συσχετισμός σε βάρος της εργατικής τάξης αναπαράγει την εντύπωση (κάτω από την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας) ότι είναι ανίκητες η εξουσία και η επιθετικότητα του κεφαλαίου. Όμως, δεν μπορεί να κρύψει τη σήψη του καπιταλισμού και την αντικειμενική δυνατότητα για να καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, να κοινωνικοποιηθούν απ' την εργατική εξουσία και να χρησιμοποιηθούν με κεντρικό σχεδιασμό και κίνητρο το κοινωνικό όφελος.
Όλη η Ιστορία της Οχτωβριανής Επανάστασης και ό,τι προηγήθηκε αποδεικνύουν ότι ο αρνητικός συσχετισμός δεν είναι αιώνιος και αμετάβλητος.
Η εμφάνιση ευνοϊκών συνθηκών για την επαναστατική ανατροπή
Το γεγονός ότι έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας δεν συνεπάγεται αυτόματα την πραγματοποίησή της. Μια σημαντική αιτία γι' αυτό είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τους νόμους της φύσης, η κοινωνική εξέλιξη προϋποθέτει τη σχετική δραστηριότητα των ανθρώπων, εν προκειμένω την ταξική πάλη για την κατάργηση της παλιάς και την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας.
Το ξέσπασμα της σοσιαλιστικής επανάστασης (όπως και κάθε κοινωνικής επανάστασης που έχει γνωρίσει η ανθρώπινη Ιστορία) προϋποθέτει την εμφάνιση μιας κατάστασης στην οποία αδυνατίζει η ικανότητα της κυρίαρχης τάξης να ενσωματώνει, να καταστέλλει, να καθησυχάζει το λαό.
Ο Λένιν διατύπωσε την έννοια της επαναστατικής κατάστασης και προσδιόρισε τα κύρια αντικειμενικά και υποκειμενικά χαρακτηριστικά, που συσσωρεύονται στην κοινωνία την παραμονή της επανάστασης:
-- Οι «πάνω» (η άρχουσα τάξη των καπιταλιστών) δεν μπορούν να κυβερνήσουν και να διευθύνουν όπως παλιά.
-- Οι «κάτω» (η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα) δεν θέλουν να ζουν όπως παλιά.
-- Σημειώνεται μια ασυνήθιστη άνοδος της δραστηριότητας των μαζών.
Έτσι, η εξαθλίωση των «κάτω» και η δυσαρέσκειά τους ανεβάζουν την πολιτική δράση τους, ενώ στους «πάνω» κυριαρχούν η αμηχανία, η αδυναμία, οι αντιθέσεις, η αναποφασιστικότητα.
Η εμφάνιση μιας τέτοιας ευνοϊκής κατάστασης για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, απορρέει από την απότομη όξυνση των αντιθέσεών της.
Όμως, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Λένιν, κάθε επαναστατική κατάσταση δεν μετατρέπεται σε επανάσταση. Ούτε η αντίδραση των κάτω ούτε η κρίση των πάνω θα προκαλέσουν την ανατροπή, αν δεν υπάρχει σχεδιασμένη επαναστατική εξέγερση της εργατικής τάξης, καθοδηγούμενη απ' τη συνειδητή πρωτοπορία της.
Με άλλα λόγια, για να εκδηλωθεί η εργατική επανάσταση, απαιτείται η παρουσία της επαναστατικής πολιτικής πρωτοπορίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος, εξοπλισμένου με θεωρητική επεξεργασία και πρόβλεψη των εξελίξεων στηριγμένη στη μαρξιστική - λενινιστική κοσμοθεωρία και ικανού να ηγηθεί της επαναστατικής εξέγερσης της εργατικής τάξης.
Φυσικά, δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν όλοι οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε επαναστατική κατάσταση. Η ιστορική πείρα ανέδειξε ως σημαντικούς παράγοντες την εκδήλωση βαθιάς και συγχρονισμένης καπιταλιστικής κρίσης, συνδυασμένης με το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Η πρώτη νικηφόρα εργατική επανάσταση στη Ρωσία ήταν αποτέλεσμα της ικανότητας της εργατικής τάξης, με την καθοδήγηση του κόμματός της, να αναλάβει αυτόν τον ρόλο στις ανάλογες συνθήκες. Ο Λένιν με επιτυχία πρόβλεψε το ενδεχόμενο επαναστατικής κατάστασης στη Ρωσία, την πιθανότητα να αναδειχτεί η Ρωσία σε αδύναμο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στις συνθήκες του Α΄ Παγκόσμιου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου.
Η πορεία των Μπολσεβίκων προς τη νίκη τον Οχτώβρη του 1917
Στην τσαρική Ρωσία, πριν τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και γρήγορα αναπτυσσόταν ο καπιταλισμός, επιβίωναν ισχυρά στοιχεία του παλιού απολυταρχικού κράτους, με επικεφαλής τον τσάρο, συνυπήρχε μια τεράστια μάζα αγροτών - μικροκαλλιεργητών στην ύπαιθρο, που βασανιζόταν από σημαντικά κατάλοιπα των φεουδαρχικών σχέσεων.
Η επανάσταση του 1905 - 1907 οδήγησε στη συγκρότηση της Κρατικής Δούμας, δηλαδή μιας μορφής νομοθετικού αντιπροσωπευτικού θεσμού με πολύ περιορισμένα δικαιώματα, που σε καμία περίπτωση δεν σήμανε τη μετάβαση σ' ένα τυπικό αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Ο θεσμός της Δούμας εξέφραζε έναν συμβιβασμό ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης και το τσαρικό καθεστώς. Στην ύπαιθρο, παρά το γεγονός ότι η δουλοπαροικία στη Ρωσία τυπικά είχε καταργηθεί ήδη από το 1861, μεγάλα τμήματα αγροτών υπέφεραν από την καταπίεση μεγάλων γαιοκτημόνων, υποχρεώνοντάς τους σε αγγαρείες ή στο να παραδίνουν τη μισή τους σοδειά.
Την περίοδο της επανάστασης του 1905, γεννήθηκαν τα Σοβιέτ ως πυρήνες οργάνωσης της επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης μέσα στις συνθήκες του οξυμένου αγώνα της απεργιακής πάλης και των ταξικών συγκρούσεων. Αποτέλεσαν νέα μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης με εκλεγμένους αντιπροσώπους και λειτούργησαν ως φύτρα και μορφές της μελλοντικής εργατικής εξουσίας.
Η δημιουργία τεράστιων εργοστασίων στα νευραλγικά κέντρα των μεγάλων ρωσικών πόλεων, όπως της Μόσχας και της Πετρούπολης (μετέπειτα Λένινγκραντ), οδήγησε σε σημαντική ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας, καθιστώντας την εργατική τάξη τη βασική κοινωνική δύναμη της χώρας, παρά το γεγονός ότι δεν πλειοψηφούσε στο σύνολο του πληθυσμού και της έκτασης της τσαρικής αυτοκρατορίας.
Σε αυτές τις σύνθετες συνθήκες, οι μπολσεβίκοι διαμόρφωσαν μια στρατηγική γραμμή που στόχευε, μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, να εξασφαλιστούν δύο σημαντικά ζητήματα: α) Η πολιτική αυτοτέλεια της εργατικής τάξης στην επικείμενη αστικοδημοκρατική επανάσταση, ώστε να μη μετατραπεί το προλεταριάτο σε ουρά της αστικής τάξης. β) Η καθοδήγηση ολόκληρου του λαϊκού κινήματος από την εργατική τάξη (η κοινωνική, δηλαδή, συμμαχία του προλεταριάτου με τη μικρομεσαία αγροτιά), ώστε η επανάσταση να έχει ριζοσπαστικό χαρακτήρα σε σχέση με την ιστορική εποχή, να διευκολύνει το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση. Έτσι, στην πάλη για το πέρασμα της αγροτιάς με την εργατική τάξη, η στρατηγική των μπολσεβίκων στηρίχτηκε στη γραμμή: Μαζί με όλη την αγροτιά ενάντια στο μεσαίωνα. Ύστερα, μαζί με τη φτωχή αγροτιά, μαζί με τους μισοπρολετάριους ενάντια στον καπιταλισμό, μαζί κι ενάντια στους πλούσιους του χωριού.
Η στρατηγική αυτή στηρίχτηκε, αφενός, στην εκτίμηση ότι αντικειμενικά η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία ερχόταν σε αντίθεση με το καθυστερημένο πολιτικό εποικοδόμημα του τσαρισμού και με τη διατήρηση των δουλοπαροικιακών υπολειμμάτων στην ύπαιθρο και, αφετέρου, στην ιδέα μιας επαναστατικής διαδικασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ταυτόχρονα, η αστική τάξη του 1905 δεν ήταν πλέον η προοδευτική αστική τάξη της εποχής των αστικών επαναστάσεων του 18ου και 19ου αιώνα. Άλλωστε, ο καπιταλισμός είχε περάσει πλέον παγκόσμια στην αντιδραστική εποχή του ιμπεριαλισμού. Περισσότερο φοβόταν παρά επιδίωκε μια πολιτική επανάσταση, από τη στιγμή που η αντίπαλή της τάξη, η εργατική, είχε συγκροτηθεί ως αυτοτελής πολιτική δύναμη.
Έτσι, ο Λένιν εκτιμούσε ότι η επαναστατική ανατροπή θα έπρεπε να εγκαθιδρύσει μια προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση, τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», η οποία θα υλοποιούσε όσα περιέχονταν στο «μίνιμουμ» πρόγραμμα των μπολσεβίκων (συντακτική συνέλευση, καθολικό δικαίωμα ψήφου, αγροτική μεταρρύθμιση κ.λπ.). Αυτή η εξουσία θα ξεκαθάριζε ριζικά με τα υπολείμματα του τσαρισμού, ενώ θα έδινε το έναυσμα της προλεταριακής επανάστασης στην αναπτυγμένη καπιταλιστική Δυτική Ευρώπη, η οποία θα γινόταν στήριγμα για την προλεταριακή επανάσταση στη Ρωσία. Οι μπολσεβίκοι, εκείνη την περίοδο, συνέδεαν την αστικοδημοκρατική επανάσταση με τη σοσιαλιστική επανάσταση, τόνιζαν την υπεράσπιση των ιδιαίτερων συμφερόντων της εργατικής τάξης και την ανάγκη να ασκείται συνεχής πίεση στην επαναστατική κυβέρνηση για επέκταση των κατακτήσεων της επανάστασης.
Η «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», όπως έλεγε ο Λένιν, μπορούσε να έχει ενιαία θέληση όσον αφορούσε το τσάκισμα της απολυταρχίας, αλλά όχι όσον αφορούσε το σοσιαλισμό. Όσο θα εξελισσόταν η επανάσταση, ο Λένιν προέβλεπε ότι θα οξυνόταν η διαπάλη στους κόλπους της ίδιας της συμμαχίας εργατών - αγροτών και της εξουσίας τους και θα οδηγούσε τελικά στον πλήρη διαχωρισμό της εργατικής τάξης από τους μεσαίους και πλούσιους αγρότες, με σκοπό την επικράτηση του προλεταριακού στοιχείου πάνω στο μικροαστικό και βεβαίως και το πέρασμα στη «δικτατορία του προλεταριάτου».
Η γραμμή αυτή των μπολσεβίκων διαμορφώθηκε σε αντιπαράθεση και με τους δεξιούς οπορτουνιστές της εποχής, τους μενσεβίκους, αλλά και με τον Τρότσκι που υποτιμούσε το ρόλο και τη σημασία της αγροτιάς. Ο Λένιν εκτιμούσε ότι η θέση του Τρότσκι οδηγούσε στην «άρνηση του ρόλου της αγροτιάς» και στο χαντάκωμα της επανάστασης.
Η είσοδος της Ρωσίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όξυνε τις κοινωνικές αντιθέσεις. Οι επανειλημμένες ήττες του ρωσικού στρατού στο μέτωπο, οι απώλειες εδαφών (π.χ. Πολωνίας, Βαλτικών Χωρών) προκάλεσαν σημαντική δυσαρέσκεια, όχι μόνο στους εργάτες και τους αγρότες που υπέφεραν από τις καταστροφές του πολέμου, αλλά και στην αστική τάξη της Ρωσίας. Το γεγονός ότι οι κύκλοι του τσαρισμού άρχισαν να προσανατολίζονται προς τη Γερμανία και στο ενδεχόμενο της σύναψης ξεχωριστής ειρήνης πυροδότησε την αντίδραση της αστικής τάξης, αντίδραση που υποβοηθήθηκε από την Αγγλία και τη Γαλλία και οδήγησε στην οργάνωση σχεδίων για την ανατροπή του τσάρου. Ταυτόχρονα, το 1916 ξέσπασαν εξεγέρσεις διάφορων εθνοτήτων στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία ενάντια στη τσαρική αυτοκρατορία.
Τα σχέδια της αστικής τάξης για ανατροπή του τσάρου συνδέθηκαν με μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις και απεργίες, που πραγματοποιήθηκαν τον Φλεβάρη του 1917, ως αποτέλεσμα των ελλείψεων σε τρόφιμα, της μαζικής ανεργίας και της ραγδαίας όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων. Η διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης, η μαζική πολιτική δράση των οργανωμένων στα Σοβιέτ εργατών και αγροτών, η αποσύνθεση στις γραμμές του στρατού, οδήγησαν τελικά στην επαναστατική ανατροπή του τσάρου.
Η επαναστατική κατάσταση γεννήθηκε στο έδαφος μιας σύνθετης διαδικασίας που περιλάμβανε μια σειρά σημαντικούς παράγοντες: την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, τα δεινά που ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είχε συσσωρεύσει τα προηγούμενα 3 χρόνια στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων, τον κλονισμό της συμμαχίας του τσαρισμού με την αστική τάξη, που δεν επέτρεπε πια στους «πάνω» να κυβερνούν όπως πριν, την πολιτική και οργανωτική δουλειά των μπολσεβίκων πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου στις γραμμές της εργατικής τάξης και των στρατιωτών.
Η απότομη όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ αστικής τάξης και τσαρισμού σε συνθήκες κρίσης και ιμπεριαλιστικού πολέμου, το αναπόφευκτο του οποίου είχαν επισημάνει οι μπολσεβίκοι, είχε ως αποτέλεσμα η αστική τάξη να πάρει το πάνω χέρι στην επανάσταση του Φλεβάρη.
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση συγκροτήθηκε από εκπροσώπους των αστικών φιλελεύθερων κομμάτων της Ρωσίας και αποτέλεσε όργανο της αστικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, όμως, η μαζική πολιτική πάλη των εργατών και των αγροτών έφερε στην επιφάνεια την οργάνωση των ένοπλων μαζών που συμμετείχαν στην ανατροπή του τσάρου μέσω των Σοβιέτ (συμβούλια αντιπροσώπων).
Στα Σοβιέτ εκείνη την περίοδο κυριαρχούσαν οι μενσεβίκοι (οπορτουνιστικό ρεύμα) και οι εσέροι («μικροαστοί σοσιαλιστές επαναστάτες»), οι οποίοι έθεταν ως καθήκον τη στήριξη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Εμφανίστηκε, λοιπόν, μια κατάσταση που ο Λένιν χαρακτήρισε «δυαδική εξουσία», για να περιγράψει μια μεταβατική στιγμή της επαναστατικής διαδικασίας, όπου η αστική τάξη είχε μεν πάρει την εξουσία, όμως δεν ήταν τόσο ισχυρή, για να διαλύσει την οργάνωση των λαϊκών μαζών που ήταν ένοπλη (π.χ. τα Σοβιέτ είχαν δικές τους φρουρές).
Ο Λένιν, διαπιστώνοντας τον συμβιβασμό ανάμεσα στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση και τα Σοβιέτ, θεωρούσε ότι έπρεπε να ξεδιπλωθεί μια συγκεκριμένη πολιτική, για να πειστούν οι εργάτες μέσα από την πείρα τους για την ανάγκη:
α) Να μη στηρίζουν την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, η οποία ήταν κυβέρνηση της αστικής τάξης.
β) Να συνειδητοποιήσουν ότι ο πόλεμος που συνεχιζόταν ήταν ιμπεριαλιστικός, ληστρικός και άδικος.
γ) Να εγκαταλείψουν τους μενσεβίκους και τους εσέρους, για να αλλάξει ο συσχετισμός υπέρ των μπολσεβίκων στα Σοβιέτ.
δ) Τα Σοβιέτ να πάρουν την εξουσία ως προϋπόθεση για να λυθούν όλα τα φλέγοντα αιτήματα των λαϊκών στρωμάτων (ειρήνη, ψωμί, γη).
Στις περίφημες «Θέσεις του Απρίλη» και στα άλλα γραπτά του εκείνης της περιόδου, ο Λένιν έκανε μια πολύ σαφή εκτίμηση του χαρακτήρα της επανάστασης του Φλεβάρη. Εκτιμούσε ότι η εξουσία άλλαξε χέρια, πέρασε στα χέρια της αστικής τάξης. Υπενθύμιζε ότι το βασικό ζήτημα στη μέχρι τότε στρατηγική των μπολσεβίκων, το ζήτημα της κοινωνικής συμμαχίας των εργατών και αγροτών, είχε ήδη πραγματοποιηθεί με τη μορφή των Σοβιέτ, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε αυτά η πλειοψηφία του προλεταριάτου παρασυρόταν κι εμπιστευόταν τους εκπροσώπους των μικροαστικών στρωμάτων, οι οποίοι δρούσαν σαν ουρά της αστικής τάξης.
Απέναντι στη θέση των «παλιών μπολσεβίκων» (Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ κ.ά.) ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν είχε ολοκληρωθεί και ότι δεν είχαν πραγματοποιηθεί μια σειρά από στόχους (π.χ. Συντακτική Συνέλευση, αγροτική μεταρρύθμιση), ο Λένιν απάντησε ότι το κύριο ζήτημα σε κάθε επανάσταση ήταν το ζήτημα της εξουσίας. Με αυτήν την έννοια, η αστικοδημοκρατική επανάσταση είχε τελειώσει.
Απαιτούνταν, λοιπόν, αλλαγή της στρατηγικής των μπολσεβίκων. Από τον Φλεβάρη και μετά, το πρώτο και το βασικό ζήτημα που έπρεπε να λυθεί ήταν το ανέβασμα της συνείδησης του προλεταριάτου, η κατάκτηση της πρωτοπορίας του στο πλαίσιο της κοινωνικής συμμαχίας. Κάτι τέτοιο απαιτούσε πάλη μέσα στα ίδια τα επαναστατικά όργανα (τα Σοβιέτ), τη συσπείρωση με τους μισοπρολετάριους και τη φτωχή αγροτιά, προκειμένου να προετοιμαστεί το έδαφος για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Όταν τον Ιούλη η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση προχώρησε σε αυστηρά κατασταλτικά μέτρα ενάντια στους μπολσεβίκους και στο εργατικό κίνημα, οι μπολσεβίκοι απέσυραν το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ». Ο Λένιν την κρίσιμη αυτήν περίοδο και ιδιαίτερα μετά την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος του στρατηγού Κορνίλοφ πρόβλεψε ότι η αντικειμενική κατάσταση θα οδηγούσε είτε σε ολοκληρωτική νίκη της στρατιωτικής αστικής δικτατορίας είτε σε νίκη της ένοπλης εξέγερσης των εργατών. Όξυνε τη διαπάλη απέναντι στις αυταπάτες για ειρηνικό κοινοβουλευτικό πέρασμα στο σοσιαλισμό και διακήρυξε ότι ο σκοπός της ένοπλης εξέγερσης μπορούσε να είναι μόνο το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια του προλεταριάτου, με την υποστήριξη της φτωχής αγροτιάς, για την πραγματοποίηση των προγραμματικών στόχων του Κόμματος.
Τον Σεπτέμβρη του 1917, και αφού οι μπολσεβίκοι πλειοψηφούσαν πλέον στα Σοβιέτ Πετρούπολης και Μόσχας, επανέφεραν το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» με καινούργιο περιεχόμενο. Όχι όπως προηγουμένως ως σύνθημα που θα αποκάλυπτε τον συμβιβασμό, τη συμφιλίωση των μενσεβίκων με την αστική κυβέρνηση και θα διευκόλυνε την αλλαγή του συσχετισμού, αλλά ως σύνθημα ανατροπής της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, ως σύνθημα επαναστατικής εξέγερσης. Οι μπολσεβίκοι δρούσαν σ' αυτήν την κατεύθυνση χωρίς να περιμένουν ούτε τις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση, ούτε το συνέδριο των Σοβιέτ.
Η αποφασιστικότητα του Λένιν και όσων απ' την καθοδήγηση των μπολσεβίκων υποστήριξαν τις θέσεις του οδήγησε τελικά στη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση στις 25 Οκτώβρη (7 Νοέμβρη, με βάση το νέο ημερολόγιο) 1917.
Η πείρα της Οχτωβριανής Επανάστασης ανέδειξε ότι η σοβιετική εργατική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου, ήταν αυτή που αντιμετώπισε τα φλέγοντα ζητήματα των εργαζομένων (γη, ψωμί, ειρήνη) και όχι η αστική ή κάποια «ενδιάμεση» εξουσία, που δεν μπορεί να υπάρξει στην πραγματικότητα. Η σοβιετική εξουσία άνοιξε τον δρόμο για την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Το μπολσεβίκικο κόμμα, με την καθοριστική συμβολή του Λένιν, για να φτάσει στη νικηφόρα επανάσταση έκανε συνεχή θεωρητική και πολιτική προσπάθεια να αναπτύσσει τη στρατηγική του αντίληψη, να εμβαθύνει και να προβλέπει τις γρήγορες αλλαγές στον συσχετισμό αντίπαλων τάξεων, αλλά και πολιτικής επιρροής μέσα στην ίδια την εργατική τάξη. Οι αλλαγές στη γραμμή της επαναστατικής πολιτικής από το 1905 έως τον Οχτώβρη του 1917 αντανακλούν την ωρίμανση της στρατηγικής του επεξεργασίας.
Δεν ήταν μια εύκολη προσπάθεια. Με αφετηρία τον διαχωρισμό από τους μενσεβίκους το 1903 στο 2ο Συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (ΣΔΕΚΡ) και τον σχηματισμό ξεχωριστού κόμματος το 1912, οι μπολσεβίκοι ατσαλώθηκαν σε συνθήκες διαπάλης, ιδεολογικού, πολιτικού και οργανωτικού διαχωρισμού από τις δυνάμεις του οπορτουνισμού.
Η πορεία προς τη νίκη ήταν αποτέλεσμα συνεχούς, επίπονης θεωρητικής και πολιτικής επεξεργασίας. Αποφασιστική συμβολή στη διαμόρφωση της στρατηγικής της σοσιαλιστικής επανάστασης είχε η μελέτη των χαρακτηριστικών του μονοπωλιακού καπιταλισμού (με το έργο «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού»), τη στάση απέναντι στο αστικό κράτος και τον χαρακτήρα της εργατικής εξουσίας, δηλαδή της δικτατορίας του προλεταριάτου («Κράτος και Επανάσταση») και η γενικότερη εμβάθυνση στη διαλεκτική υλιστική σκέψη και ανάλυση των εξελίξεων (με το έργο «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός»), ενώ είχε προηγηθεί η οικονομική ανάλυση της τσαρικής Ρωσίας (με το έργο «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία»).
Αυτές οι επεξεργασίες φώτισαν τις δυνατότητες κοινωνικοποίησης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής την εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού όσο και τις δυνατότητες που δημιουργούσε η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, για να σπάσει η ιμπεριαλιστική αλυσίδα στον αδύναμο κρίκο της και να ξεκινήσει η προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε μια χώρα ή μια ομάδα χωρών.
Ο Λένιν, αναπτύσσοντας τη στρατηγική των μπολσεβίκων, αντιπαρατέθηκε στην πράξη με τις θέσεις του Πλεχάνοφ, του Κάουτσκι, του Μαρτόφ, αλλά και στελεχών των μπολσεβίκων που θεωρούσαν ότι η Ρωσία έπρεπε να περάσει υποχρεωτικά από το στάδιο της ονομαζόμενης ωρίμανσης του καπιταλισμού.
Αυτές οι θέσεις ήταν διαδεδομένες και ισχυρές στην προεπαναστατική Ρωσία. Εδράζονταν στο μεγάλο ειδικό βάρος της αγροτικής παραγωγής στη ρωσική οικονομία, στην απουσία μηχανοποίησής της, στην καθυστέρηση του εξηλεκτρισμού, στις προκαπιταλιστικές επιβιώσεις σε μεγάλο μέρος της τσαρικής αυτοκρατορίας. Ο Λένιν φώτισε την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων, τη δημιουργία μονοπωλιακών ομίλων στις μεγάλες πόλεις και τη δυνατότητα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής να δώσουν μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Όπως ήταν φυσικό, η ωρίμανση της στρατηγικής των μπολσεβίκων δεν ήταν ένα μονόπρακτο έργο. Το Κόμμα των μπολσεβίκων κατέκτησε την ικανότητα να αντλεί συμπεράσματα από την επαναστατική πρωτοβουλία που ανέπτυσσαν οι μάζες σε στιγμές όξυνσης της ταξικής πάλης και να αξιοποιεί τους θεσμούς που δημιουργούσαν (Σοβιέτ) προς όφελος της επαναστατικής εξέγερσης.
Σε κάθε φάση ανάπτυξης της ταξικής πάλης, επέδειξε χαρακτηριστική ικανότητα εξυπηρέτησης της στρατηγικής με την ανάλογη πολιτική, με συμμαχίες, συνθήματα, ελιγμούς καθώς και εύστοχη αντιπαράθεση με τους μενσεβίκους και τις υπόλοιπες οπορτουνιστικές δυνάμεις. Αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο τη μαχητική πείρα που απέκτησαν τα μέλη του στις σκληρές ταξικές μάχες ολόκληρης της περιόδου 1905 - 1917. Δούλεψε σταθερά και αποφασιστικά για την αλλαγή συσχετισμού στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και κατάφερε να αλλάξει τον συσχετισμό στα μεγαλύτερα συνδικάτα στην Πετρούπολη και τη Μόσχα την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και κυρίως ν' αυξήσει σταδιακά την επιρροή στα όργανα των εξεγερμένων εργατών και στρατιωτών (Σοβιέτ). Η θεωρητική ετοιμότητα και η μαχητική πρακτική ικανότητα έδιναν στο Κόμμα των μπολσεβίκων τη δυνατότητα να σφυρηλατεί επαναστατικούς δεσμούς με τις εργατικές - λαϊκές δυνάμεις και να μην υποκύπτει στις πρακτικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε στη δράση του, όπως η κρατική και η παρακρατική βία.
Στη δύσκολη πορεία από το 1905 έως το 1917, οι μπολσεβίκοι αντιμετώπισαν στην πράξη όχι μόνο τη βία του τσαρικού κράτους, αλλά και την αντεπαναστατική δράση μικροαστικών και καθυστερημένων λαϊκών στρωμάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Μαύρες Εκατονταρχίες στην Επανάσταση του 1905, που ο Λένιν πρόκρινε την έμπρακτη αντιμετώπισή τους ως πεδίο εκπαίδευσης μαχητικών εργατικών ομάδων. Ήταν τιτάνια η προσπάθεια που έκαναν οι μπολσεβίκοι για να ωριμάσει η ταξική συνείδηση των εργατών εκείνα τα χρόνια. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι σε μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στην Πετρούπολη το 1905, το πλήθος κρατούσε εικόνες αγίων και του ίδιου του τσάρου και έψελνε ύμνους, πριν δεχτεί ένοπλη επίθεση από την τσαρική φρουρά.
Ιδιαίτερα στην κρίσιμη περίοδο από τον Φλεβάρη έως τον Οχτώβρη του 1917, αντιμετώπισαν ικανότατους αστούς πολιτικούς, όπως ο Κερένσκι, που είχαν μεγάλες δυνατότητες στην παραπλάνηση των μαζών. Οι μπολσεβίκοι τα κατάφεραν, γιατί δούλεψαν υπομονετικά, τολμηρά, με σχέδιο πολιτικής, οργανωτικής και στρατιωτικής προετοιμασίας για την επαναστατική εξέγερση.
Η νικηφόρα κατάληξη της Οχτωβριανής Επανάστασης επιβεβαίωσε τη στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης καθώς και μια σειρά αρχές που συνδέονται με την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού: Τον καθοδηγητικό ρόλο του επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τη λειτουργία του με βάση την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, που έχει ως θεμελιακά στοιχεία τη συλλογικότητα και τη διασφάλιση της ενιαίας δράσης. Την ανάγκη συσπείρωσης της εργατικής τάξης απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου, την ανάγκη προσέλκυσης τμημάτων των αγροτών και άλλων μεσαίων στρωμάτων στην επανάσταση, αλλά και ουδετεροποίησης άλλων. Τον ιστορικά παρωχημένο και αντιδραστικό πλέον χαρακτήρα της αστικής τάξης, την αναγκαιότητα μη συμμετοχής ή στήριξης κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού, τη μη ύπαρξη μεταβατικών τύπων εξουσίας μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, την ανάγκη τσακίσματος του αστικού κράτους.
Η μελέτη της στρατηγικής των μπολσεβίκων στην Οχτωβριανή Επανάσταση, καθώς και της εξέλιξης για τη διαμόρφωσή της (από το 1905 έως το 1917) οδηγεί σε ουσιώδη συμπεράσματα. Δίνει πολύτιμη πείρα για την προσέγγιση των κομμουνιστών με εργάτες και λαϊκά στρώματα με ανώριμη ταξική συνείδηση. Οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να συνδυάσουν πετυχημένα τη μελέτη των εξελίξεων, εσωτερικών και διεθνών, τη θεωρητική δουλειά καθώς και τη μελέτη της πείρας από τη σκληρή ταξική πάλη στη Ρωσία. Αυτός ο συνδυασμός είναι σήμερα περισσότερο αναγκαίος από ποτέ, για να καταφέρουν οι κομμουνιστές να δουλεύουν αποτελεσματικά σε σύνθετες και δύσκολες συνθήκες, όπου ο συσχετισμός δυνάμεων είναι αρνητικός.
Για τη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στον 20ό αιώνα
Το Κόμμα των μπολσεβίκων και η Οχτωβριανή Επανάσταση αποτέλεσαν την ιστορική συνέχεια της δράσης της επαναστατικής πτέρυγας των μαρξιστών στο πλαίσιο της Α΄ και της Β΄ Διεθνούς. Συνέβαλαν στο ξέσπασμα των εργατικών εξεγέρσεων που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, όπως στο Βερολίνο, στη Βουδαπέστη, στο Τορίνο, οι οποίες ηττήθηκαν. Γενικότερα, η Οχτωβριανή Επανάσταση επιτάχυνε την ανάπτυξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και οδήγησε στη δημιουργία της Γ' Κομμουνιστικής Διεθνούς (1919 - 1943), που συγκροτήθηκε απέναντι στη διεθνή δύναμη του κεφαλαίου. Η ανάγκη να υπάρξει σαφής διαχωρισμός και να οξυνθεί η διαπάλη με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που είχαν προδώσει την εργατική τάξη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησε στη διατύπωση των 21 όρων για την ένταξη ενός κόμματος στην Γ΄ Διεθνή, στο 2ο Συνέδριό της το 1920, όροι που αφορούσαν τη διασφάλιση του επαναστατικού της χαρακτήρα.
Ωστόσο, στη συνέχεια δεν αφομοιώθηκε και δεν κυριάρχησε σ' όλη τη διάρκεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς η θετική πείρα της Οχτωβριανής Επανάστασης. Αντίθετα, μέσα από μια αντιφατική πορεία, υπερίσχυσε σε σημαντικό βαθμό η στρατηγική αντίληψη που, σε γενικές γραμμές, έθετε ως στόχο μια ενδιάμεσου τύπου εξουσία ή κυβέρνηση ανάμεσα στην αστική και στην εργατική, ως μεταβατική για τη σοσιαλιστική εξουσία. Συχνά, αυτή η επιλογή αιτιολογήθηκε με βάση την αρχική στρατηγική επεξεργασία των μπολσεβίκων και μάλιστα εφαρμόστηκε σε καπιταλιστικές οικονομίες και διαμορφωμένα αστικά κράτη σε χώρες που δεν παρουσίαζαν ιστορικά ανάλογες συνθήκες με τη Ρωσία του 1905.
Οι αιτίες αυτής της πορείας ασφαλώς απαιτούν βαθύτερη, διεξοδική μελέτη, την οποία συνεχίζουμε ως Κόμμα. Ωστόσο, μπορούμε ήδη να επισημάνουμε ορισμένους παράγοντες και δυσκολίες που συνέβαλαν στην κυριαρχία προβληματικών στρατηγικών επεξεργασιών.
Λίγα χρόνια μετά τη νίκη του Οχτώβρη, υποχώρησε το κύμα της επαναστατικής ανόδου του εργατικού κινήματος και ιδιαίτερα μετά την ήττα της επανάστασης στη Γερμανία το 1918 και στην Ουγγαρία το 1919, ενώ δεν αξιοποιήθηκε από ορισμένα Κομμουνιστικά Κόμματα η δημιουργία προϋποθέσεων επαναστατικής κατάστασης την εποχή εκείνη. Στη συνέχεια, μετά το 1920, οι ισχυρές καπιταλιστικές χώρες ξεπέρασαν προσωρινά την οικονομική κρίση και σταθεροποιήθηκαν. Η πλειοψηφία των συνδικαλισμένων εργατών παρέμεινε εγκλωβισμένη στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, σε ορισμένα από τα οποία συνεχιζόταν ταυτόχρονα οξυμένη διαπάλη στο εσωτερικό τους, όπως στην Ιταλία και τη Γερμανία.
Ταυτόχρονα, οξύνθηκε η αντιπαράθεση μέσα στο ΠΚΚ(μπ) ανάμεσα στις δυνάμεις που υποστήριζαν ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση ήταν αδύνατη χωρίς τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στην καπιταλιστικά αναπτυγμένη Δύση (Τρότσκι κ.ά.) και τις δυνάμεις, με επικεφαλής τον Στάλιν, που υποστήριζαν ότι η σοβιετική εξουσία έπρεπε να προτάξει την κατεύθυνση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Στην υποχώρηση του επαναστατικού κύματος, σε συνδυασμό με την οξύτατη ταξική πάλη μέσα στη Σοβιετική Ένωση και στα εμπόδια που έπρεπε να ξεπεραστούν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, προστέθηκε η αυξανόμενη απειλή μιας νέας πολεμικής ιμπεριαλιστικής επίθεσης κατά της ΕΣΣΔ στη δεκαετία του 1930. Η συζήτηση για την αντιμετώπισή της όξυνε αντιφάσεις και θεωρητικές ανεπάρκειες στην επεξεργασία κατάλληλης επαναστατικής στρατηγικής.
Η σύνθετη προσπάθεια της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ να καθυστερήσει όσο γινόταν την ιμπεριαλιστική επίθεση και να αξιοποιήσει τις αντιθέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα σε αυτήν την κατεύθυνση, σχετίζεται με σημαντικές εναλλαγές και αλλαγές στη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς που έπαιξαν αρνητικό ρόλο στην πορεία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος τις επόμενες δεκαετίες. Οι εναλλαγές αφορούσαν την αντιμετώπιση του φασιστικού ρεύματος, τη στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και την ίδια την αστική δημοκρατία. Εμφανίστηκε ο πολιτικός διαχωρισμός των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών της περιόδου εκείνης σε επιθετικές, στις οποίες κατατάσσονταν οι φασιστικές και σε αμυντικές, στις οποίες κατατάσσονταν οι αστικοδημοκρατικές δυνάμεις.
Ειδικότερα, άστοχη ήταν η εκτίμηση για ύπαρξη αριστερής και δεξιάς πτέρυγας στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη δεκαετία του '30, από την οποία προέκυπτε και η συμμαχία μαζί τους, γεγονός που υποτιμούσε την πλήρη μετάλλαξή τους πλέον σε κόμματα της αστικής τάξης. Αυτός ο λαθεμένος διαχωρισμός διατηρήθηκε και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτές οι αλλαγές, αντικειμενικά, εγκλώβιζαν την πάλη του εργατικού κινήματος κάτω από τη σημαία της αστικής δημοκρατίας. Αντίστοιχα, ο διαχωρισμός των ιμπεριαλιστικών κέντρων σε φιλειρηνικά και φιλοπόλεμα συσκότιζε τον πραγματικό ένοχο για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την άνοδο του φασισμού, τον μονοπωλιακό καπιταλισμό. Δεν φώτιζε, δηλαδή, το επιτακτικό στρατηγικό καθήκον των Κομμουνιστικών Κομμάτων να συνδυάσουν τη συγκέντρωση δυνάμεων για την εθνικοαπελευθερωτική ή αντιφασιστική πάλη με τον αγώνα για την ανατροπή της αστικής εξουσίας, αξιοποιώντας τις συνθήκες επαναστατικής κατάστασης που διαμορφώθηκαν σε μια σειρά από χώρες.
Γενικότερα, στις στρατηγικές επεξεργασίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς υποτιμήθηκε ο χαρακτήρας της εποχής και κυριάρχησε ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της επανάστασης με κριτήριο τη θέση μιας καπιταλιστικής χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Δηλαδή, λαθεμένα υιοθετήθηκαν ως κριτήρια για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης το χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μιας χώρας, σε σχέση με το πιο υψηλό που είχαν φτάσει οι ηγετικές δυνάμεις στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, καθώς και ο αρνητικός συσχετισμός σε βάρος του επαναστατικού εργατικού κινήματος.
Αυτή η λαθεμένη μεθοδολογική προσέγγιση υποτιμούσε τη δυνατότητα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής να δώσουν μεγάλη ώθηση και να απελευθερώσουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε μια καπιταλιστική χώρα. Για παράδειγμα, η υπαρκτή καθυστέρηση εξηλεκτρισμού που κληρονόμησε η ΕΣΣΔ ξεπεράστηκε πολύ γρήγορα, το ίδιο και ο αναλφαβητισμός. Η εργατική εξουσία οργάνωσε πρωτοφανείς για την εποχή κοινωνικές υπηρεσίες.
Η ανισόμετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομιών και οι ανισότιμες σχέσεις μεταξύ κρατών δεν μπορούν να καταργηθούν στο έδαφος του καπιταλισμού. Σε τελευταία ανάλυση, ο χαρακτήρας της επανάστασης σε κάθε καπιταλιστική χώρα καθορίζεται αντικειμενικά από τη βασική αντίθεση που καλείται να επιλύσει, ανεξάρτητα από τη σχετική μεταβολή της θέσης της κάθε χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Από την όξυνση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας σε κάθε καπιταλιστική χώρα στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού προκύπτουν ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας και τα καθήκοντα της επανάστασης.
Σε μια σειρά από επεξεργασίες Κομμουνιστικών Κομμάτων, η προσέγγιση του στόχου της εργατικής εξουσίας γινόταν με κριτήριο τον συσχετισμό δυνάμεων και όχι τον αντικειμενικό προσδιορισμό της ιστορικής εποχής που ζούμε, ο οποίος καθορίζεται με βάση ποιας τάξης το κίνημα βρίσκεται κάθε φορά επικεφαλής της κοινωνικής εξέλιξης, δηλαδή της κίνησης προς την κοινωνική απελευθέρωση.
Ο Λένιν στο έργο του «Κάτω από ξένη σημαία» συνοψίζει ως εξής την εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού: «Η εποχή που μόλις αρχίζει βάζει την αστική τάξη στην ίδια κατάσταση που βρίσκονταν οι φεουδάρχες στην πρώτη εποχή (δηλαδή την εποχή της επαναστατικής ανόδου της αστικής τάξης, με την Γαλλική αστική επανάσταση του 1789). Είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών κλονισμών, καθώς και των κλονισμών που απορρέουν απ' τον ιμπεριαλισμό».
Ο χαρακτήρας της εποχής έχει παγκόσμια διάσταση, ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα στο βαθμό και στον τρόπο ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στον σοσιαλισμό. Βασικός δείκτης ωρίμανσης του καπιταλισμού είναι η συγκέντρωση και η επέκταση της μισθωτής εργασίας, της εργατικής τάξης που υφίσταται την καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ
Η Οχτωβριανή Επανάσταση έφερε στο προσκήνιο μιαν ανώτερη οργάνωση της κοινωνίας, που διέφερε ριζικά απ' όλα τα συστήματα που προηγήθηκαν ιστορικά και τα οποία είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Στην ΕΣΣΔ κανένας δεν μπορούσε να έχει κάποιον άλλο άνθρωπο «στη δούλεψή του». Η κατάργηση της μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης αποτελεί το πιο σημαντικό κοινωνικό αποτέλεσμα της Οχτωβριανής Επανάστασης, τη μήτρα όλων των επιμέρους κατακτήσεων για τη ζωή των εργαζομένων. Με τον κεντρικό σχεδιασμό ως κοινωνική σχέση παραγωγής για τη χρησιμοποίηση των κοινωνικοποιημένων μέσων πραγματοποιήθηκαν σημαντικά κοινωνικά επιτεύγματα για αρκετές δεκαετίες.
Στην ΕΣΣΔ, εξασφαλίστηκε για πρώτη φορά στην πράξη το δικαίωμα στην εργασία, καταργώντας την ανεργία ως κοινωνικό φαινόμενο. Μπήκαν τα θεμέλια για την κατάργηση των πολύμορφων οικονομικών, πολιτικών - ιδεολογικών και κοινωνικών διακρίσεων σε βάρος της γυναίκας και μάλιστα σε περιοχές με τεράστιες υστερήσεις σε αυτόν τον τομέα. Αναπτύχθηκαν ταχύτατα οι επιστήμες, η δωρεάν Παιδεία σε όλες τις βαθμίδες και η δωρεάν ποιοτική Υγεία για όλο τον λαό, εξασφαλίστηκε η καθολική προσβασιμότητα και δυνατότητα συνεισφοράς στον πολιτισμό και στον αθλητισμό.
Επίσης, για πρώτη φορά στην Ιστορία δημιουργήθηκαν θεσμοί που εξασφάλιζαν την ουσιαστική συμμετοχή των εργαζομένων στη διαχείριση πλευρών της κοινωνίας τους, βγάζοντας τις μάζες από το περιθώριο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Για πρώτη φορά, το δικαίωμα του εργαζόμενου και του νέου να εκλέγουν και να εκλέγονται έγινε ουσιαστικό από τυπικό που είναι στον καπιταλισμό. Αυτές οι κατακτήσεις αποτέλεσαν σημείο αναφοράς και συνέβαλαν, μαζί με άλλους παράγοντες, στην απόσπαση κατακτήσεων από το εργατικό και λαϊκό κίνημα στα καπιταλιστικά κράτη. Αποδείχτηκε στην πράξη ότι όσο βαθαίνουν οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής, επαναστατικοποιούνται και οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις, οι σχέσεις του ατόμου με την κοινωνία. Αποδείχτηκε ότι οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής μπορούν να διασφαλίσουν τα συλλογικά κοινωνικά δικαιώματα.
Η σημασία των παραπάνω κατακτήσεων πολλαπλασιάζεται αν υπολογίσουμε τις συνθήκες κάτω απ' τις οποίες επιτεύχθηκαν. Η απόσταση που χώριζε την προεπαναστατική Ρωσία από τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία, ήταν πολύ μεγάλη, αφού αυτά τα κράτη υπερείχαν σημαντικά στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στο επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας.
Τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη στήριξαν την ανάπτυξή τους στην εκμετάλλευση του δικού τους και άλλων λαών (εργοδοτική τρομοκρατία, αποικιακό σύστημα, βιαιοπραγίες ενάντια σε αυτόχθονες πληθυσμούς, εκμετάλλευση παιδικής εργασίας). Σε αντίθεση με αυτά, η νεαρή σοβιετική εξουσία προσπάθησε να δημιουργήσει τις οικονομικές βάσεις του σοσιαλισμού με τις δικές της δυνάμεις σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης, δηλαδή σε συνθήκες μαχητικής αντίδρασης της αστικής τάξης στο εσωτερικό της χώρας και διασύνδεσής της με την ενεργητική προσπάθεια ανατροπής της εργατικής εξουσίας από το εξωτερικό. Οι κατακτήσεις στην ΕΣΣΔ επιτεύχθηκαν σε συνθήκες ενεργητικής υπονόμευσης της παραγωγής, μόνιμης απειλής ένοπλης εξωτερικής επέμβασης, δολοφονιών μπολσεβίκων και άλλων πρωτοπόρων εργατών και αγροτών.
Χαρακτηριστικές περίοδοι είναι: Η εισβολή 14 κρατών - με τη συμμετοχή και της Ελλάδας επί πρωθυπουργίας Ελ. Βενιζέλου - στην Ουκρανία το 1919 για την κατάπνιξη της επανάστασης. Οι αντεπαναστατικές αγριότητες, με τις οποίες απάντησε η αστική τάξη στο εσωτερικό της σοβιετικής Ρωσίας στη χαρακτηριζόμενη «επίθεση του σοσιαλισμού ενάντια στις δυνάμεις του καπιταλισμού» κατά το πρώτο πεντάχρονο σχέδιο, την περίοδο 1929 - 1934 (που περιλάμβανε την εκβιομηχάνιση και την κολεκτιβοποίηση - συνεταιριστικοποίηση της αγροτικής παραγωγής) και, στη συνέχεια, η περίοδος πριν και στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου, κατά την οποία η στάση των καπιταλιστικών κρατών - παράλληλα με τις ιδιαίτερες επιδιώξεις του καθενός - υπηρετούσε και τον κοινό στόχο της ανατροπής της ΕΣΣΔ.
Οι συνέπειες των Α' και Β' Παγκόσμιων Πολέμων έθεσαν επιπλέον εμπόδια στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, δεδομένου ότι τέτοιου μεγέθους καταστροφές δεν γνώρισε καμία άλλη χώρα, ενώ ο βασικός αντίπαλος της ΕΣΣΔ στον παγκόσμιο ανταγωνισμό σοσιαλισμού - καπιταλισμού, οι ΗΠΑ, δεν γνώρισαν πόλεμο στο έδαφός τους.
Προσεγγίζοντας τις παραπάνω κατακτήσεις, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η σοβιετική κοινωνία δεν αποτελούσε μία ώριμη, πλήρως διαμορφωμένη και «ανθισμένη» σε όλες της τις πλευρές κομμουνιστική κοινωνία, αλλά μία κομμουνιστική κοινωνία σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, μία κοινωνία υπό κομμουνιστική διαμόρφωση.
Η γέννηση και η ανάπτυξη της κομμουνιστικής κοινωνίας δεν μπορεί παρά να φέρουν, σε σημαντικό βαθμό, τα σημάδια του καπιταλιστικού παρελθόντος της, αλλά και τις συνέπειες της κυριαρχίας του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτές οι συνέπειες - οι οποίες συναντιούνταν σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής της ΕΣΣΔ - αποτελούσαν επιβιώσεις της παλιάς κοινωνίας μέσα στα σπλάχνα της νέας, επιβιώσεις που δεν είχαν αντιμετωπιστεί ακόμα ριζικά, δεν είχαν μετασχηματιστεί ακόμα πλήρως όλες οι κοινωνικές σχέσεις σε κομμουνιστικές.
Η αστική και μικροαστική κριτική στην Ιστορία της ΕΣΣΔ συγκαλύπτει συνειδητά ότι πρόκειται για την Ιστορία της ανώριμης βαθμίδας της κομμουνιστικής κοινωνίας. Επισημαίνει αδυναμίες και λάθη από τη σκοπιά μιας ιδανικής κομμουνιστικής κοινωνίας, προκειμένου να σπιλώσει και να αποτρέψει την επαναστατική εργατική δράση. Ταυτόχρονα, η πολύμορφη αστική προπαγάνδα επινοεί εγκλήματα, όπως βαφτίζει το δικαίωμα της εργατικής εξουσίας να υπερασπίζεται τον εαυτό της από την εξωτερική υπονόμευση, ενώ ταυτόχρονα πλαστογραφεί την Ιστορία, ταυτίζοντας τον κομμουνισμό με τον φασισμό.
Όμως, η αστική προπαγάνδα δεν μπορεί να κρύψει την υπεροχή του κεντρικού επιστημονικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στο στέρεο έδαφος που διασφαλίζουν η εργατική εξουσία και η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, στα εργοστάσια, στις εγχώριες ενεργειακές πηγές, στον ορυκτό πλούτο, στη γη, στις υποδομές. Η Ιστορία της ΕΣΣΔ αποδεικνύει τι μπορούν να πετύχουν οι εργαζόμενοι όταν γίνουν κυρίαρχοι των μέσων παραγωγής και του κοινωνικού πλούτου, όταν κατακτήσουν την πολιτική εξουσία. Η τελευταία αναδεικνύει τους παραγωγούς του πλούτου σε πραγματικά κυρίαρχους και όχι η υποκριτική αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία που είναι ένα όπλο της καπιταλιστικής κυριαρχίας για την καθυπόταξη της εργατικής τάξης.
Τα αποτελέσματα του κεντρικού επιστημονικού σχεδιασμού της εργατικής εξουσίας, όπως η εξάλειψη της ανεργίας, η γρήγορη και αποτελεσματική εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού, η εύστοχη κατανομή του στο σύνολο της οικονομίας, τα επιτεύγματα στη διερεύνηση του διαστήματος, η μετατροπή της ειρηνικής βιομηχανίας σε πολεμική στις παραμονές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, είναι πρωτοφανή, αν συνυπολογίσουμε επίσης την προκαπιταλιστική καθυστέρηση πολλών περιοχών και τη βαθιά ανισομετρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης που επικρατούσε στο εσωτερικό της τσαρικής Ρωσίας. Η απόσταση που κάλυψε η εργατική εξουσία στο εσωτερικό της χώρας και διεθνώς στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ήταν πραγματικά τεράστια.
Πώς και γιατί φτάσαμε στην αντεπανάσταση και στην ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης
Η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ δεν προχώρησε ευθύγραμμα, ανοδικά και ομαλά. Για να αποτιμήσουμε κριτικά τη θετική και αρνητική πείρα της πρώτης προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Ιστορία είναι αναγκαίο να διακρίνουμε συνοπτικά τους βασικούς ιστορικούς σταθμούς της.
Μετά την καταστροφική για την παραγωγική βάση της χώρας εξωτερική επέμβαση και τον ταξικό εμφύλιο πόλεμο (1917 - 1922) και τη Νέα Οικονομική Πολιτική (1922 - 1929) - που ακολούθησε ως προσωρινή υποχώρηση στις συγκεκριμένες συνθήκες - η χάραξη του πρώτου πεντάχρονου σχεδίου το 1929 σήμανε την έναρξη της επίθεσης των δυνάμεων του σοσιαλισμού. Από αυτήν την περίοδο μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διεξαγόταν στην ΕΣΣΔ γενικά με επιτυχία η πάλη για την ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και την κυριαρχία του κοινωνικοποιημένου τομέα της παραγωγής με βάση τον Κεντρικό Σχεδιασμό. Αυτή η πάλη δόθηκε με επιτυχία, παρά το γεγονός ότι οι συνθήκες της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης και της απειλής πολέμου - σε συνδυασμό με την κληρονομιά της μεγάλης καθυστέρησης - επέβαλλαν την επιτάχυνση της διαδικασίας οικοδόμησης των νέων σχέσεων.
Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκαν οι νέοι θεσμοί εργατικής συμμετοχής, οι οποίοι αρχικά είχαν ως πυρήνα τους τον χώρο εργασίας, πολιτική σχέση η οποία στη συνέχεια παραβιάστηκε, υποχωρώντας σε υπαρκτές αντικειμενικές δυσκολίες αλλά και υποκειμενικές πιέσεις. Κάτω και από την πίεση της προετοιμασίας για την ενεργό συμβολή όλου του λαού μπροστά στον επερχόμενο πόλεμο, το Σοβιετικό Σύνταγμα του 1936 γενίκευσε το εκλογικό δικαίωμα με καθολική μυστική ψηφοφορία, με βάση τον τόπο κατοικίας. Υποβαθμίστηκαν οι συνελεύσεις αντιπροσώπων σε κάθε παραγωγική μονάδα ως πυρήνες οργάνωσης της εργατικής εξουσίας. Στην πράξη, αυξήθηκε η δυσκολία ανάκλησης αντιπροσώπων από τα ανώτερα κρατικά όργανα.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο η ανοικοδόμηση όσο και, στη συνέχεια, η περαιτέρω ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων έθεσαν νέες απαιτήσεις και προκλήσεις που χρειάζονταν προσαρμογή της επαναστατικής στρατηγικής. Τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ κυριαρχούσε η αντι-αγοραία κατεύθυνση, η οποία - παρά τις θεωρητικές αδυναμίες και ελλείψεις - παρέμενε σταθερή στον στόχο της ανάπτυξης των κομμουνιστικών σχέσεων, της σχεδιασμένης εξάλειψης των ανισοτήτων, της εμπορευματικότητας στην αγροτική παραγωγή (σε συνδυασμό με τον στόχο της μετατροπής των κολχόζ - συνεταιρισμών σε κοινωνική ιδιοκτησία).
Παρά την επιτυχία του πρώτου μεταπολεμικού οικονομικού πλάνου, η αγροτική παραγωγή παρουσίαζε καθυστέρηση. Παρουσιάστηκαν και ορισμένα προβλήματα στα αποτελέσματα του κεντρικού σχεδιασμού, μεταξύ άλλων στις αναλογίες μεταξύ παραγωγικών κλάδων.
Η ζωή έδειξε ότι δεν υπήρχε συλλογικά κατακτημένη θεωρητική δυναμική που θα μπορούσε να προσαρμόσει την κομμουνιστική στρατηγική στις προκλήσεις που έθετε το νέο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής. Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν δεν ερμηνεύτηκαν σωστά και δεν αντιμετωπίστηκαν με άξονα την ενίσχυση και επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων.
Ερμηνεύτηκαν ως αναπόφευκτες αδυναμίες που έχει από τη φύση του ο κεντρικός σχεδιασμός και όχι ως αποτέλεσμα των αντιθέσεων από τις επιβιώσεις του παλιού, ως αποτέλεσμα των λαθών τού μη επιστημονικά επεξεργασμένου σχεδίου. Έτσι, αντί η λύση να αναζητηθεί προς τα εμπρός, προς την επέκταση και ισχυροποίηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και κατανομής, αναζητήθηκε προς τα πίσω, στην αξιοποίηση εργαλείων και σχέσεων παραγωγής του καπιταλισμού. Η λύση αναζητήθηκε στη διεύρυνση της αγοράς, στον «σοσιαλισμό με αγορά».
Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), επειδή σε αυτό, με όχημα τη λεγόμενη «προσωπολατρία», υιοθετήθηκαν μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος, των διεθνών σχέσεων, εν μέρει και της οικονομίας. Γενικότερα, αδυνάτισε η κεντρική διεύθυνση του σχεδιασμού. Αντί να σχεδιαστεί η μετατροπή των κολχόζ σε σοβχόζ και κυρίως να αρχίσει το πέρασμα όλης της συνεταιριστικής - κολχόζνικης παραγωγής στον κρατικό έλεγχο, το 1958 τα τρακτέρ και άλλα μηχανήματα πέρασαν στην ιδιοκτησία των κολχόζ, θέση που είχε απορριφθεί παλιότερα.
Λίγα χρόνια μετά, με αφετηρία τη λεγόμενη «μεταρρύθμιση Κοσίγκιν» (1965), υιοθετήθηκε η αστική κατηγορία του «επιχειρησιακού κέρδους» της κάθε μεμονωμένης παραγωγικής μονάδας και η σύνδεση με αυτό των αμοιβών των διευθυντών και των εργαζομένων. Η εκτίμηση της παραγωγικότητας των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων με κριτήριο τον όγκο παραγωγής αντικαταστάθηκε από την αξιακή εκτίμηση του προϊόντος τους. Η διαδικασία συσσώρευσης της κάθε σοσιαλιστικής μονάδας αποσυνδέθηκε από τον κεντρικό σχεδιασμό με συνέπεια την αποδυνάμωση του κοινωνικού χαρακτήρα των μέσων παραγωγής και των αποθεμάτων προϊόντων. Παράλληλα, μέχρι το 1975, όλα τα κρατικά αγροκτήματα, τα σοβχόζ, είχαν περάσει σε καθεστώς πλήρους ιδιοσυντήρησης. Όλα αυτά τα μέτρα οδήγησαν στη δημιουργία των προϋποθέσεων ατομικού σφετερισμού και ιδιοκτησίας, σχέσεις που νομικά ήταν απαγορευμένες.
Αυξήθηκαν οι διαφορές εργασιακού εισοδήματος μεταξύ εργαζομένων και διευθυντικών στελεχών σε κάθε επιχείρηση, αλλά και μεταξύ εργαζομένων σε διαφορετικές επιχειρήσεις. Ενισχύθηκε το ατομικό συμφέρον σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος και δέχτηκε πλήγμα η κομμουνιστική συνείδηση, η στάση υπεράσπισης και προώθησης της κοινωνικής ιδιοκτησίας.
Εμφανίστηκε το λεγόμενο «σκιώδες κεφάλαιο» ως αποτέλεσμα όχι μόνο πλουτισμού από το επιχειρησιακό κέρδος, αλλά και της «μαύρης» αγοράς, εγκληματικών πράξεων σφετερισμού του κοινωνικού προϊόντος, που επιδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφάλαιο στην παραγωγή, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής και μίσθωσης ξένης εργασίας, την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Οι κάτοχοί του αποτέλεσαν την κινητήρια κοινωνική δύναμη της αντεπανάστασης.
Την ίδια περίπου περίοδο αναθεωρήθηκε και η μαρξιστική - λενινιστική αντίληψη για το εργατικό κράτος. Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1961) χαρακτήρισε το κράτος της ΕΣΣΔ ως «παλλαϊκό» κράτος και το ΚΚΣΕ ως «παλλαϊκό κόμμα». Αυτές οι θέσεις επέφεραν ραγδαία άμβλυνση και στη συνέχεια μετάλλαξη των επαναστατικών χαρακτηριστικών και της κοινωνικής σύνθεσης του κόμματος. Η μετατροπή του οπορτουνιστικού εκφυλισμού του ΚΚΣΕ σε ανοιχτή αντεπαναστατική δύναμη εκδηλώθηκε το 1987, με την ψήφιση νόμου που κατοχύρωνε θεσμικά τις καπιταλιστικές σχέσεις με πρόσχημα την πολυμορφία των σχέσεων ιδιοκτησίας, την περίφημη πολιτική της «περεστρόικα» και της «γκλάσνοστ». Αυτό το γεγονός σηματοδοτεί και την τυπική έναρξη της περιόδου της αντεπανάστασης.
Όσο η ηγεσία του ΚΚΣΕ υιοθετούσε επιλογές που αποδυνάμωναν τον κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας και ενδυνάμωναν το στενό ατομικό και ομαδικό συμφέρον, δημιουργούνταν αισθήματα αποξένωσης από την κοινωνική ιδιοκτησία και διαβρωνόταν η ταξική συνείδηση των εργαζομένων. Άνοιγε ο δρόμος στην αδιαφορία, στον ατομισμό όσο η πράξη απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τις διακηρύξεις. Αυτή η πορεία εξηγεί την παθητικότητα μεγάλου μέρους του λαού στην περίοδο των αντεπαναστατικών ανατροπών και ταυτόχρονα δείχνει τον εκφυλισμό στον οποίο είχε φτάσει ο ηγετικός πυρήνας του ΚΚΣΕ.
Η χάραξη σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής από το ΚΚΕ
Μετά τις ανατροπές στην ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, καθώς και την εκδήλωση της εσωκομματικής κρίσης στο ΚΚΕ τον Ιούλη του 1991 που οδήγησε στην απομάκρυνση της οπορτουνιστικής ομάδας η οποία δρούσε στις γραμμές του, το ΚΚΕ ξεκίνησε την πορεία της επαναστατικής ανασυγκρότησής του.
Σε δύσκολες συνθήκες, λόγω των συνεπειών της αντεπανάστασης στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, το ΚΚΕ προσπάθησε όλα αυτά τα χρόνια να μελετάει τις σύγχρονες εξελίξεις, να αντλεί συμπεράσματα από την ιστορική πείρα της ταξικής πάλης στην Ελλάδα και διεθνώς και ταυτόχρονα να βαθαίνει και να επεκτείνει τους αγωνιστικούς δεσμούς του με την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Τα βασικά συμπεράσματα όλης αυτής της πορείας, μετά από μια πρώτη μελετητική προσπάθεια τη δεκαετία του '90, αποκρυσταλλώθηκαν στις Εκτιμήσεις για τον Σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ (18ο Συνέδριο, 2009) και στο Πρόγραμμα που ψήφισε το 19ο Συνέδριο το 2013. Φυσικά, η σχετική μελετητική προσπάθεια συνεχίζεται. Γενικότερα, το ΚΚΕ προσπαθεί σταθερά να μην αποσπάται ο καθημερινός οικονομικός και πολιτικός αγώνας από το κύριο επαναστατικό πολιτικό καθήκον της ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου.
Οι παράγοντες που θα οδηγήσουν στην επαναστατική κατάσταση δεν μπορούν να προβλεφθούν. Όμως, το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, η όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα που φτάνουν έως τις πολεμικές αναμετρήσεις, είναι δυνατό να δημιουργήσουν τέτοιες συνθήκες στην Ελλάδα. Σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας, είτε σε αμυντικό είτε σε επιθετικό πόλεμο, η εργατική τάξη, το λαϊκό κίνημα δεν πρέπει να μπει κάτω από ξένη σημαία. Το Κόμμα θα ηγηθεί της αυτοτελούς οργάνωσης της εργατικής λαϊκής πάλης, ώστε να οδηγήσει σε ολοκληρωτική ήττα της αστικής τάξης που φέρνει τον πόλεμο ή την «ειρήνη» με το πιστόλι στον κρόταφο.
Το γεγονός ότι το ΚΚΕ έχει χαράξει σύγχρονη επαναστατική στρατηγική αυξάνει τη δυνατότητά του να οργανώνει πρωτοπόρες εστίες αντίστασης και αντεπίθεσης σε κάθε κλάδο της οικονομίας, κάθε μεγάλο εργασιακό χώρο, σε κάθε περιοχή της χώρας.
Η ισχυροποίηση του ΚΚΕ σε όλα τα επίπεδα, η οποία απασχόλησε το πρόσφατο 20ό Συνέδριο του Κόμματος, αποτελεί προϋπόθεση για την προώθηση της επαναστατικής πολιτικής του.
Πολλοί εργαζόμενοι καλοπροαίρετα αναρωτιούνται αν μπορεί να ξεκινήσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση σε μια χώρα με τις δυνατότητες της σημερινής Ελλάδας. Το ΚΚΕ απαντά:
-- Μπορούν να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του λαού, με βάση τις παραγωγικές δυνατότητες και τον πλούτο που παράγεται σήμερα στη χώρα μας.
-- Μπορεί να απογειωθεί η εγχώρια παραγωγή, αν απαλλαγεί από τις αλυσίδες της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.
-- Μόνο η εργατική εξουσία μπορεί να αξιοποιήσει προς όφελος του λαού τις αντιθέσεις ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, οι οποίες σήμερα οξύνονται.
-- Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε στατικά τον συσχετισμό δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή, αφού αυτός θα αλλάξει σημαντικά σε επαναστατικές συνθήκες, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και στην περιοχή ευρύτερα.
Παράλληλα, το ΚΚΕ παλεύει για την ανασυγκρότηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, σύμφωνα με τις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού, της διεθνιστικής αλληλεγγύης των λαών κατά του καπιταλισμού και του ιμπεριαλιστικού πολέμου, που εκφράζει το σύνθημα «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε». Ήδη, μετρά κάποια μικρά βήματα στην προσπάθεια να συγκροτηθεί διακριτός πόλος με βάση τις αρχές του μαρξισμού - λενινισμού, μέσα από τη «Διεθνή Κομμουνιστική Επιθεώρηση» και την Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία.
Συστατικό στοιχείο της σύγχρονης στρατηγικής του ΚΚΕ αποτελεί η προγραμματική του αντίληψη για τον σοσιαλισμό. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση ξεκινά με την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Το εργατικό κράτος, η δικτατορία του προλεταριάτου, είναι όργανο της εργατικής τάξης στην ταξική πάλη που συνεχίζεται στον σοσιαλισμό με άλλες μορφές και μέσα. Αξιοποιείται για τη σχεδιασμένη ανάπτυξη των νέων κοινωνικών σχέσεων, η οποία προϋποθέτει την κατάπνιξη των αντεπαναστατικών προσπαθειών, αλλά και την ανάπτυξη της κομμουνιστικής συνείδησης της εργατικής τάξης. Το εργατικό κράτος, ως μηχανισμός πολιτικής κυριαρχίας, είναι αναγκαίο μέχρι τη μετατροπή του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές, μέχρι τη διαμόρφωση κομμουνιστικής συνείδησης στη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων, αλλά και μέχρι τη νίκη της επανάστασης, τουλάχιστον στις πιο ισχυρές καπιταλιστικές χώρες.
Το ποιοτικά νέο στοιχείο της εργατικής εξουσίας είναι η μετατροπή του χώρου εργασίας (παραγωγική μονάδα, κοινωνική υπηρεσία, διοικητική μονάδα, σε πρώτη φάση αγροτικός συνεταιρισμός) σε πυρήνα οργάνωσής της.
Στη συνέλευση των εργαζομένων κάθε παραγωγικής μονάδας θεμελιώνεται η άμεση και έμμεση εργατική δημοκρατία, η δυνατότητα ελέγχου και ανάκλησης των εκλεγμένων αντιπροσώπων, δηλαδή το ουσιαστικό εκλογικό δικαίωμα σε σχέση με το σημερινό τυπικό εκλογικό δικαίωμα της αστικής δημοκρατίας, της δικτατορίας του κεφαλαίου.
Πρωταρχικό καθήκον αυτής της εξουσίας είναι η διαμόρφωση του νέου τρόπου παραγωγής, η επικράτηση του οποίου προϋποθέτει βασικά την ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων, της σχέσης κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας. Το Πρόγραμμα του ΚΚΕ αναφέρει:
«Κοινωνικοποιούνται τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, αλλά αρχικά παραμένουν μορφές ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας, που αποτελούν βάση για την ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Διαμορφώνονται μορφές παραγωγικών συνεταιρισμών, όπου το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων ακόμη δεν επιτρέπει την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Οι μορφές ομαδικής ιδιοκτησίας αποτελούν μεταβατική μορφή ιδιοκτησίας, ανάμεσα στην ατομική και την κοινωνική, και όχι ανώριμη μορφή κομμουνιστικών σχέσεων».
Στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, αναπτύσσεται ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας ως κομμουνιστική σχέση που συνδέει όλους τους παραγωγούς. Στον κεντρικό σχεδιασμό εντάσσεται ως ένα βαθμό και η αγροτική συνεταιριστική παραγωγή. Παράλληλα με την επέκταση και εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, η εργατική τάξη αποκτά σταδιακά τη δυνατότητα ολοκληρωμένης γνώσης των διαφορετικών τμημάτων της παραγωγικής διαδικασίας.
Ταυτόχρονα με την κατανομή ενός μέρους του προϊόντος με κριτήριο τις ανάγκες (Παιδεία, Υγεία, θέρμανση κ.ά.), η σοσιαλιστική παραγωγή κατανέμει το υπόλοιπο μέρος των προϊόντων της με κριτήριο την ατομική προσφορά εργασίας του καθενός στη συνολική κοινωνική εργασία, χωρίς τον διαχωρισμό της εργασίας σε σύνθετη ή απλή, σε χειρωνακτική ή διανοητική.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αποτελεί τον καθοδηγητικό πυρήνα της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, αφού είναι η μοναδική δύναμη που δρα συνειδητά με βάση τους νόμους κίνησης της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας.
Η Οχτωβριανή Επανάσταση δείχνει το δρόμο
Σήμερα, έχουν ξεφτίσει πλήρως οι θεωρίες που χαρακτήριζαν την αντεπανάσταση ως διαδικασία ανανέωσης του σοσιαλισμού, που θα άνοιγε τον δρόμο στη φιλία και την ειρήνη μεταξύ των λαών. Ταυτόχρονα, έχουν ξεφτίσει όλες οι θεωρίες και πολιτικές εξανθρωπισμού του καπιταλιστικού συστήματος. Παράλληλα, οι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, μεταξύ μονοπωλιακών ομίλων διεθνούς εμβέλειας, δημιουργούν όλο και περισσότερες εστίες πολεμικών συγκρούσεων με υπαρκτό τον κίνδυνο γενίκευσής τους. Το κοινωνικό καρκίνωμα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής «δείχνει τα ματωμένα δόντια του».
Όλοι αυτοί που πανηγύριζαν για τις αντεπαναστατικές ανατροπές των ετών 1989 - 1991 έχουν εκτεθεί ανεπανόρθωτα, έχουν συμβάλει στη διάβρωση του εργατικού κινήματος, στο κυρίαρχο κλίμα της μοιρολατρίας και του συμβιβασμού. Το ΚΚΕ, αντίθετα, είναι περήφανο που την κρίσιμη στιγμή, τη μέρα που κατέβαινε η κόκκινη σημαία από το Κρεμλίνο, είχε τη δύναμη να απευθύνει μέσω του «Ριζοσπάστη» στους κομμουνιστές το κάλεσμα: «Σύντροφοι, ψηλά τη σημαία».
Το ΚΚΕ δίνει σκληρή μάχη από σήμερα για την κατάκτηση εκείνων των χαρακτηριστικών που θα του δώσουν τη δυνατότητα να δρα ως επαναστατική πρωτοπορία «παντός καιρού». Η πάλη στις σημερινές συνθήκες για την οριστική κατάργηση της ταξικής - εκμεταλλευτικής και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας αποτελεί έμπρακτη απόδοση τιμής στην Οχτωβριανή Επανάσταση και τους σκοπούς της.
Παρά την κυριαρχία της αντεπανάστασης, τα λόγια του Μαγιακόφσκι συνεχίζουν να δείχνουν το δρόμο:
«Ζήτω η επανάσταση η γελαστή που ορμάει με φόρα
αυτός είναι ο μεγάλος πόλεμος ο μοναδικός
απ' όλους όσους είδε η Ιστορία ως τώρα».
Αθήνα, 8.5.2017