Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Με τον «μπαμπούλα» των χειρότερων μέτρων εκβιάζει το λαό να συναινέσει

Ενα μείγμα εκβιασμού, κινδυνολογίας και αυταπατών συνθέτει την κυβερνητική προπαγάνδα των τελευταίων ημερών που στοχεύει στο να αποσπάσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τη συναίνεση του λαού στην αντιλαϊκή πολιτική, να αμβλύνει τις αντιδράσεις που έχει προκαλέσει και να επιτρέψει στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς να ξεδιπλωθούν απρόσκοπτα.
Για κάθε αντιλαϊκή της πράξη, η κυβέρνηση προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το περιεχόμενό της θα ήταν κατά πολύ χειρότερο, αν στη διαχείριση βρισκόταν κάποιο άλλο κόμμα. Με τον τρόπο αυτό υπηρετεί και την αναγκαία για το σύστημα ενίσχυση συνολικά του διπολισμού και της εναλλαγής στον κυβερνητικό θώκο, παρουσιάζοντάς τον σαν τη μόνη επιλογή στο λαό.
Μπροστά στην ολοκλήρωση της «αξιολόγησης», εκβιάζει το λαό να επιδείξει «στάση προσοχής», γιατί αν αυτή αποτύχει, νέα σκληρότερα μέτρα θα έρθουν.
Μόλις προχτές η κυβερνητική εκπρόσωπος, Ολγα Γεροβασίλη, δήλωσε αναφορικά με το Ασφαλιστικό ότι «οι προτάσεις που κατέθεσε ο κ. Μητσοτάκης στη Βουλή για το Ασφαλιστικό (ρήτρα μηδενικού ελλείμματος για τις επικουρικές, συμψηφισμός οφειλών στον ΟΓΑ με τις αγροτικές επιδοτήσεις, μειώσεις μισθών), μόνο γραμμή για σκληρή διαπραγμάτευση δεν θα μπορούσαν να αποτελούν».
Μονότονα αυτό επαναλαμβάνεται για κάθε ένα απ' τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν το λαό, τους εργάτες, τους αγρότες, τους αυτοαπασχολούμενους κ.λπ. Οχι τυχαία. Η λογική «το μη χείρον, βέλτιστον», στο βαθμό που βρίσκει τόπο να σταθεί και να «καρπίσει» μοιρολατρία στις λαϊκές συνειδήσεις, κρίνεται ιδιαίτερα αποδοτική απ' τα κυβερνητικά επιτελεία.
Ο εκβιασμός του λαού κορυφώνεται με το «επιχείρημα» ότι ενέκρινε τάχα τα μέτρα που τον τσακίζουν. Το δήλωσε η Ολγα Γεροβασίλη, το επανέλαβε ο ίδιος ο πρωθυπουργός στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας την ίδια μέρα, όπου ισχυρίστηκε, σε μια προσπάθεια να «απαντήσει» στη διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και τις εργατικές - λαϊκές κινητοποιήσεις απέναντι στην κυβερνητική πολιτική: «Η κυβέρνηση πήρε τρεις φορές, μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο, νομιμοποίηση από τον ελληνικό λαό (...) Είναι ο ελληνικός λαός που μας έδωσε καθαρή εντολή να υλοποιήσουμε τη συμφωνία...».
Ακόμα και το Προσφυγικό γίνεται απ' την κυβέρνηση αντικείμενο εκμετάλλευσης, προκειμένου να αποκτήσει «υπόσταση» το αποπροσανατολιστικό της αφήγημα. Την Παρασκευή, η Ολγα Γεροβασίλη δήλωσε «προκαλεί ανησυχία η συμπεριφορά ορισμένων ακραίων πολιτικών κύκλων στην Ευρωπαϊκή Ενωση αυστηρά για εσωτερική κατανάλωση. Διότι μόνο ακραίες φωνές απαιτούν θωράκιση των συνόρων (δηλαδή πρακτικά την αυτοκατάργηση της Σένγκεν), μαζικές απελάσεις και αστυνομικά μέτρα απέναντι στα κύματα προσφύγων. Για μία ακόμη φορά παρατηρούμε ότι ανακύπτουν διαλυτικές τάσεις από υπερσυντηρητικές μειοψηφίες εντός της ΕΕ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εκφράζουν το σύνολο της Ευρώπης».
Και με διάθεση να υποβάλει στο λαό στάση συναίνεσης συνολικά στην αντιλαϊκή τους πολιτική συμπλήρωσε «απαιτείται η συναίνεση των προοδευτικών δυνάμεων και εντός της χώρας και εντός της Ενωσης, για την απομόνωση αυτών των ακραίων κύκλων».
Ο «μπαμπούλας» της «αποσταθεροποίησης»
Σ' αυτήν ακριβώς την επιζήμια αντίληψη δόμησε την πρώτη ενημέρωση προς τους πολιτικούς συντάκτες η κυβερνητική εκπρόσωπος, Ολγα Γεροβασίλη, την περασμένη Τρίτη, όπου είχαν την τιμητική τους τα «κέντρα» και «παράκεντρα» που τάχα επιβουλεύονται την κυβέρνηση και έχουν στόχο να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα, προκαλώντας κοινωνική αναταραχή.
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις μάλιστα είναι πεδίον δόξης λαμπρόν για τα ...«κέντρα» αυτά που τις εκμεταλλεύονται, όπως ισχυρίστηκε, προκειμένου να τορπιλίσουν το κλίμα σταθερότητας που προσπαθεί να διαμορφώσει η κυβέρνηση. Με την έννοια σταθερότητα βεβαίως τόσο η σημερινή όσο και οι προηγούμενες κυβερνήσεις εννοούν την απαρέγκλιτη και απρόσκοπτη υλοποίηση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων (βλ. μεταρρυθμίσεις) που είναι αναγκαίες για τη στήριξη της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
«Ο αγροτικός κόσμος μόνο κερδισμένος θα βγει από τον διάλογο αυτό με την κυβέρνηση, η οποία είναι έτοιμη να καταθέσει βελτιωτικές προτάσεις σε ό,τι αφορά τη μεταβατικότητα των διατάξεων», ισχυρίστηκε - καλλιεργώντας την αυταπάτη ότι τα αντιλαϊκά κυβερνητικά μέτρα παίρνουν από... διόρθωση! - και πρόσθεσε, συνεχίζοντας την προσπάθεια της κυβέρνησης να συνδέσει τις αγροτικές κινητοποιήσεις με μια εικόνα «ακραίων ενεργειών»: «Είναι προφανές ότι οι προσπάθειες αυτές για την εκμετάλλευση των αγροτικών κινητοποιήσεων δεν σχετίζονται με την πραγματική αγωνία όλων αυτών, για τα πραγματικά προβλήματα του αγροτικού κόσμου (...) διαβλέπουμε κάποιους να προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν, να εκμεταλλευτούν ακόμη και τις αγροτικές κινητοποιήσεις - που διαχώρισα σαφώς την αντίληψή μας γι' αυτές - προκειμένου να δημιουργήσουν ένα κλίμα αποσταθεροποίησης, φόβου, τρόμου ότι μπορεί να μας συμβούν και άλλα χειρότερα. Αυτά δεν υπήρχαν: Προπηλακισμοί υπουργών, προσπάθειες μάλλον, προπηλακισμού ανθρώπων που μπαίνουν σε αίθουσες για να συζητήσουν, αυτό δεν είναι κάτι το οποίο τιμά την εικόνα ενός κινήματος».
Στο πλαίσιο πάντα του εκβιασμού και εκφοβισμού του λαού απηύθυνε κάλεσμα διαφύλαξης της ...σταθερότητας στις άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις, επιβεβαιώνοντας τη σύμπλευσή τους στην κατεύθυνση που προστάζουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου. «Σε αυτά τους καλούμε να συνεισφέρουν. Και νομίζω ότι είναι και εθνικό καθήκον τους. Δεν νομίζω ότι κανείς εξ αυτών θα ήθελε σήμερα να μπούμε σε μια αναστάτωση της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας, μέσω αποσταθεροποίησης του κλίματος», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Και η «χίμαιρα» της ανταμοιβής
Κι επειδή γνωρίζουν ότι η «ράβδος» του εκφοβισμού δεν έχει πάντα τις αναμενόμενες αντιδράσεις, η Ολγα Γεροβασίλη έταξε σε όσους «κάτσουν φρόνιμα» ανταμοιβή όταν έρθει η ανάκαμψη! Ισχυρίστηκε ότι είναι δυνατόν να βελτιωθούν οι όροι του μνημονίου και «στην τριετία να βγούμε από την κρίση με το λαό όρθιο», αρκεί «να τηρήσουμε τους όρους της συμφωνίας και τα χρονοδιαγράμματά της».
Διαβεβαίωσε, μάλιστα, ότι η κυβέρνηση αυτό ακριβώς θα κάνει, θα συνεχίσει να εφαρμόζει κατά γράμμα την αντιλαϊκή συμφωνία και θα «τρέξει» όλες τις επώδυνες για το λαό μεταρρυθμίσεις, με στόχο την έγκαιρη ολοκλήρωση της πρώτης «αξιολόγησης» του τρίτου μνημονίου και την έναρξη της συζήτησης για διευθέτηση του κρατικού χρέους, ζήτημα που ιεραρχεί πρώτο το εγχώριο κεφάλαιο.
Στο πλαίσιο αυτό, προωθείται η μεταρρύθμιση για παραπέρα προσαρμογή της Δημόσιας Διοίκησης στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου και προχωρά η νέα αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση. Γι' αυτήν την τελευταία, η κυβερνητική εκπρόσωπος προανήγγειλε μεγάλη διάρκεια, δηλαδή ανατροπές σε βάθος χρόνου, ενώ άφησε ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο να υπάρξουν τελικά περικοπές και στις κύριες συντάξεις (παρότι για ευνόητους λόγους, κατέδειξε τις «αρκετά υψηλές»), καθώς εναπόθεσε την εξέλιξη αυτή στο «τραπέζι» της διαπραγμάτευσης που έχει αποδειχτεί σφαγείο για τα δικαιώματα του λαού.
Και ο πάντα χρήσιμος κουρνιαχτός εκλογολογίας
Μέσα σε όλα αυτά η εκλογολογία εντείνεται, όχι μόνο γιατί όπως λέγεται η κυβέρνηση εξετάζει σοβαρά την εκ νέου προσφυγή στην κάλπη με την ελπίδα να βρει διέξοδο στα αδιέξοδά της. Αλλά και γιατί οι εκλογές λειτουργούν σε έναν κόσμο σαν εκβιασμός, ιδίως όταν συνοδεύονται με αναλύσεις για την αναταραχή που προκαλούν, τα σήματα που εκπέμπουν, τους κινδύνους που εγκυμονούν για την οικονομία κ.λπ.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ανεπισήμως ότι οι εκλογές είναι μία απ' τις επιλογές της. Επισήμως, ότι θα εξαντλήσει την τετραετία. Από κοντά το ενδεχόμενο εκλογών δεν αποκλείουν και αστικά επιτελεία συντηρώντας το κλίμα της εκλογολογίας. Ηταν χαρακτηριστικό το κύριο άρθρο του ηλεκτρονικού «Βήματος» στις 31 Γενάρη με τίτλο: «Εκλογές; Γιατί όχι;»! Μεταξύ άλλων έγραφε: «...Ολα τα κόμματα της Βουλής με δηλώσεις αποδοκιμάζουν κάθε σκέψη για πρόωρες εκλογές ... Το οξύμωρο της υποθέσεως είναι ότι οι πολιτικοί αρχηγοί αποκλείουν την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, ακόμη και αν θρυμματιστεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία... Είναι καταφανές ότι μπορεί να υπάρξει εμπλοκή στην πολιτική ζωή, ακυβερνησία, που θα οδηγούσε την ελληνική οικονομία σε ανήκεστο βλάβη. Ας σημειωθεί ότι οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε οκτώ κόμματα απαιτούν ενδεχομένως περισσότερο χρόνο απ' όσον χρειάζεται η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.
Με λίγα λόγια, το επιχείρημα ότι οι πρόωρες εκλογές είναι εξαιρετικά χρονοβόρες ανατρέπεται από τη μελέτη όλων των «τεχνικών» δεδομένων. Ούτε ο κ. Τσίπρας, που θα ήθελε συναίνεση όλων των άλλων με συμμετοχή τους σε ουσιαστικό imperium, ούτε οι μαξιμαλιστικές απόψεις του κ. Λεβέντη ούτε η φαντασία του κ. Θεοδωράκη μπορούν να δώσουν λύση. Η Δημοκρατία όμως δεν έχει αδιέξοδα: εκλογές! Γιατί όχι;».
Ο λαός χρειάζεται να επαγρυπνεί, ώστε η όποια εξέλιξη να μην τον «πιάσει στον ύπνο», αλλά να την αντιμετωπίσει απ' τη σκοπιά των συμφερόντων του και των προσταγών του για ουσιαστική παρέμβασή του με όρους ταξικού κινήματος, οργάνωσης, πάλης και εναντίωσης στην εφαρμοζόμενη πολιτική.